μετάδοσις: Difference between revisions

From LSJ

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
(Bailly1_3)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> partage, répartition;<br /><b>2</b> contribution;<br /><b>3</b> question proposée, sujet de discussion.<br />'''Étymologie:''' [[μεταδίδωμι]].
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> partage, répartition;<br /><b>2</b> contribution;<br /><b>3</b> question proposée, sujet de discussion.<br />'''Étymologie:''' [[μεταδίδωμι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μετάδοσις:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[δίνω]] ένα [[μερίδιο]], μοιράζομαι, [[συμμετέχω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[ανταλλαγή]] εμπορευμάτων, σε Αριστ.<br /><b class="num">3.</b> [[συνεισφορά]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 21:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετάδοσις Medium diacritics: μετάδοσις Low diacritics: μετάδοσις Capitals: ΜΕΤΑΔΟΣΙΣ
Transliteration A: metádosis Transliteration B: metadosis Transliteration C: metadosis Beta Code: meta/dosis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A giving a share, imparting, Hp.Jusj.; σίτων καὶ ποτῶν X.Cyr.8.2.2; μ. γίνεσθαι τῷ πλήθει τοῦ πολιτεύματος Arist.Pol.1321a26, etc.    2 exchange, Id.EN 1133a2; ποιεῖσθαι τὰς μ. Id.Pol.1257a24, cf. 1280b20.    3 distribution of benefits, Plu.Cleom.32 (pl.).    4 communication, Plot.5.1.12, Procl.Inst.56; esp. communication by word of mouth or in writing, τῆς προστάξεως A.D.Synt.260.16; notification, POxy.2134.42 (ii A.D.), 1276.19 (iii A. D.).    5 of disease, infection, Aret.SD2.13, CD2.13; μ. λοιμική Paul.Aeg.3.43.    II thesis given, subject for discussion, Plu.2.634a.

German (Pape)

[Seite 146] ἡ, die Mittheilung; σίτων, Xen. Cyr. 8, 2, 2; Sp., eine in der Schule vorgelegte Frage, Plut. Symp. 2, 1, 10. – Beisteuer, Cleom. 32.

Greek (Liddell-Scott)

μετάδοσις: ἡ, τὸ μεταδιδόναι, τὸ παρέχειν μέρος, Ἱππ. Ὅρκ.· σίτων Ξεν. Κύρ. 8. 2, 2· μ. γίνεται τῷ πλήθει τοῦ πολιτεύματος Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 7, 4, πρβλ. Ἠθ. Ν. 5. 56. 2) ἀνταλλαγὴ ἐμπορευμάτων, ποιεῖσθαι τὰς μ. ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 1. 9, 5, πρβλ. 3. 9, 10 κἑξ. 3) συνεισφορά, ἔρανος, Πλουτ. Κλεομ. 34. ΙΙ. ὑπόθεσις πρὸς συζήτησιν, ὁ αὐτ. 2. 634Α.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 partage, répartition;
2 contribution;
3 question proposée, sujet de discussion.
Étymologie: μεταδίδωμι.

Greek Monotonic

μετάδοσις: ἡ,
1. δίνω ένα μερίδιο, μοιράζομαι, συμμετέχω, σε Ξεν.
2. ανταλλαγή εμπορευμάτων, σε Αριστ.
3. συνεισφορά, σε Πλούτ.