μαγίς: Difference between revisions

From LSJ

ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods

Source
(Bailly1_3)
(23)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><b>I.</b> pâte pétrie :<br /><b>1</b> sorte de pain;<br /><b>2</b> pain au miel qu’on offrait à Trophonios ou à Hécate;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i> <b>1</b> table;<br /><b>2</b> plateau de balance.<br />'''Étymologie:''' [[μάσσω]].
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><b>I.</b> pâte pétrie :<br /><b>1</b> sorte de pain;<br /><b>2</b> pain au miel qu’on offrait à Trophonios ou à Hécate;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i> <b>1</b> table;<br /><b>2</b> plateau de balance.<br />'''Étymologie:''' [[μάσσω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μαγίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[πλακούντας]], [[πίτα]], [[ιδίως]] μικρή [[πίτα]] που περιείχε [[τυρί]] και προσφερόταν στην Εκάτη και στον Τροφώνιο («ἀπὸ τοῡ μάττειν, ἀφ' οὗ καὶ ἡ μᾱζα αὐτὴ ὠνομάσθη καὶ ἡ παρὰ Κυπρίοις καλουμένη [[μαγίς]]», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>2.</b> [[άρτος]] ή [[γλύκισμα]] από [[αλεύρι]]<br /><b>3.</b> [[σκάφη]] ζυμώματος<br /><b>4.</b> μικρό [[τραπέζι]]<br /><b>5.</b> [[τραπέζι]] που τοποθετούσαν [[πάνω]] σε [[τρίποδο]]<br /><b>6.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) «μαγίδες<br />αἷς ἀπομάττουσι καὶ καθαίρουσι» <br />β) «[[παλαθίς]], [[ἄρτος]]» γ. «[[μάχαιρα]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μαγ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἐ</i>-<i>μάγ</i>-<i>ην</i>, παθ. αόρ. του [[μάσσω]] «[[ζυμώνω]], [[μαλάσσω]]») <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>πινακ</i>-<i>ίς</i>, <i>πλακ</i>-<i>ίς</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰγίς Medium diacritics: μαγίς Low diacritics: μαγίς Capitals: ΜΑΓΙΣ
Transliteration A: magís Transliteration B: magis Transliteration C: magis Beta Code: magi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, (μάσσω)

   A any kneaded mass, cake, LXX Jd.7.13; lump of fat, Dsc.2.76; esp. cake offered to Hecate and Trophonius, S. Fr.734, Ar.Fr.813; Cypr. acc. to Ath.14.663b; described as a small cheese-pudding, Hp.Mul.2.133, cf. Steril.235.    II kneading-trough or dresser, Cratin.21, BGU40.8 (ii/iii A. D.), cf. Poll.10.81; small table, Epich.118, Cerc.12; also, round pan or plate for placing on the τρίπους, Poll.6.83.    III μαγίδες· αἷς ἀπομάττουσι καὶ καθαίρουσι, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰγίς: -ίδος, ἡ, (μάσσω) «ζυμαρικόν», πλακούντιον, Λατ. offa, ἰδίως τὸ εἰς τὴν Ἑκάτην καὶ τὸν Τροφώνιον προσφερόμενον πλακούντιον, Σοφ. Ἀποσπ. 651, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 644, Ἀθήν. 663C· περιγραφόμενον ὡς ζυμαρικὸν μετὰ τυροῦ, Ἱππ. 652. 14, πρβλ. 685. 15. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μαγίδες· αἷς ἀπομάττουσι καὶ καθαίρουσι. καὶ μᾶζαι, ἃς καταφέρουσιν οἱ εἰς Τροφωνίου κατιόντες». ΙΙ. τὸ ἀγγεῖον ἐν ᾧ ἔματτον, μάκτρα, σκάφη, Κρατῖν. ἐν Βουσίριδι» 1, πρβλ. Πολυδ. Ι΄, 81· - ὡσαύτως τράπεζα τιθεμένη ἐπὶ τοῦ τρίποδος, Πολυδ. ϛʹ, 83.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
I. pâte pétrie :
1 sorte de pain;
2 pain au miel qu’on offrait à Trophonios ou à Hécate;
II. p. anal. 1 table;
2 plateau de balance.
Étymologie: μάσσω.

Greek Monolingual

μαγίς, -ίδος, ἡ (Α)
1. πλακούντας, πίτα, ιδίως μικρή πίτα που περιείχε τυρί και προσφερόταν στην Εκάτη και στον Τροφώνιο («ἀπὸ τοῡ μάττειν, ἀφ' οὗ καὶ ἡ μᾱζα αὐτὴ ὠνομάσθη καὶ ἡ παρὰ Κυπρίοις καλουμένη μαγίς», Αθήν.)
2. άρτος ή γλύκισμα από αλεύρι
3. σκάφη ζυμώματος
4. μικρό τραπέζι
5. τραπέζι που τοποθετούσαν πάνω σε τρίποδο
6. (κατά τον Ησύχ.) α) «μαγίδες
αἷς ἀπομάττουσι καὶ καθαίρουσι»
β) «παλαθίς, ἄρτος» γ. «μάχαιρα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαγ- (πρβλ. -μάγ-ην, παθ. αόρ. του μάσσω «ζυμώνω, μαλάσσω») + επίθημα -ίς (πρβλ. πινακ-ίς, πλακ-ίς)].