μεταπλάσσω: Difference between revisions
τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.
(Bailly1_3) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=modeler autrement, transformer ; <i>Pass.</i> être transformé.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[πλάσσω]]. | |btext=modeler autrement, transformer ; <i>Pass.</i> être transformé.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[πλάσσω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μεταπλάσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. -πλάσω [ᾰ], [[πλάθω]] με διαφορετικό τρόπο, [[αναδημιουργώ]], σε Πλάτ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:24, 31 December 2018
English (LSJ)
Att. μεταπλάττω,
A mould differently, remodel, Pl.Ti.92b, Iamb.Myst.3.28; τι εἴς τι Pl.Ti.50a (so in Med., AP9.708 (Phil.)); βίον μ. ἄλλοι ἄλλως Melinnoap.Stob.3.7.12. 2 counterfeit, τὸ θεῖον νόμισμα Ph.1.220. II Gramm., in Pass., to be formed by metaplasm, A.D.Adv.184.11, Arc.129.6, Eust.58.38.
German (Pape)
[Seite 152] (s. πλάσσω), umformen, anders gestalten; ἕκαστα εἰς ἅπαντα, Plat. Tim. 50 a; Sp., wie Hedyl. 3 (App. 29), Luc. Halc. 4, γυναικὸς εἶδος μεταπλασθὲν εἰς ὄρνιθός τινος ποιῆσαι.
Greek (Liddell-Scott)
μεταπλάσσω: Ἀττ. -ττω, πλάττω διαφόρως, τροποποιῶ, μεταβάλλω, Πλάτ. Τίμ. 50Α· τι εἴ τι αὐτόθι 92Β· (οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἀνθ. Π. 9. 708)· μεταπλάσσων (ὁ αἰὼν) βίον ἄλλοτ’ ἄλλως Μελιννὼ Λεσβία παρὰ Στοβ. τ. 7. 13. 2) γραμμ., σχηματίζω πτῶσιν ὀνόματος κατὰ μεταπλασμόν, δηλ. ἐξ ὀνομαστικῆς μὴ ὑπαρχούσης, τὸ δὲ ὑσμῖνι ὤφειλε μὲν διὰ τοῦ η ἔχειν τὴν λήγουσαν, εὐθεῖα γὰρ ἡ ὑσμίνη· μετεπλάσθη δὲ ὡς καὶ τὸ Δωδῶνι κτλ., Εὐστ. 365, 13.
French (Bailly abrégé)
modeler autrement, transformer ; Pass. être transformé.
Étymologie: μετά, πλάσσω.
Greek Monotonic
μεταπλάσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -πλάσω [ᾰ], πλάθω με διαφορετικό τρόπο, αναδημιουργώ, σε Πλάτ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Ανθ.