μυριόμορφος: Difference between revisions
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
(Bailly1_3) |
(26) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui revêt mille formes.<br />'''Étymologie:''' [[μυρίοι]], [[μορφή]]. | |btext=ος, ον :<br />qui revêt mille formes.<br />'''Étymologie:''' [[μυρίοι]], [[μορφή]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μυριόμορφος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για τον Διόνυσο και για τον Απόλλωνα) αυτός που έχει ή που παίρνει αναρίθμητες μορφές<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μυριόμορφον</i><br />το [[φυτό]] αχίλλεια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μυρι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μορφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μορφή]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:01, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A of countless shapes, of Dionysus, AP9.524.13; of Apollo, ib.525.13; of Isis, APl.4.264. II μυριόμορφον, τό, = Ἀχίλλειος, Ps.-Dsc.4.36.
German (Pape)
[Seite 219] unendlich vielgestaltig; so heißen Apollo und Dionysus, Hymn. (IX, 3, 524 u. 525, 13); Isis, Ep. ad. 271 (Plan. 264).
Greek (Liddell-Scott)
μῡριόμορφος: -ον, ὁ ἔχων ἀναριθμήτους μορφάς, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, κτλ., Ἀνθ. Π. 9. 525, 13: ― τὸ μυριόμορφον, ὄνομα τοῦ φυτοῦ ἀχιλλείου, Διοσκ. (ἐκ τῶν Νόθων) 4. 36.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui revêt mille formes.
Étymologie: μυρίοι, μορφή.
Greek Monolingual
μυριόμορφος, -ον (Α)
1. (για τον Διόνυσο και για τον Απόλλωνα) αυτός που έχει ή που παίρνει αναρίθμητες μορφές
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μυριόμορφον
το φυτό αχίλλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + -μορφος (< μορφή)].