λογοποιέω: Difference between revisions

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
(Bailly1_3)
(5)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> imaginer des fictions poétiques;<br /><b>2</b> inventer <i>ou</i> répandre des fables, <i>càd</i> de faux bruits.<br />'''Étymologie:''' [[λογοποιός]].
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> imaginer des fictions poétiques;<br /><b>2</b> inventer <i>ou</i> répandre des fables, <i>càd</i> de faux bruits.<br />'''Étymologie:''' [[λογοποιός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λογοποιέω:''' μέλ. <i>λογοποιήσω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[εφευρίσκω]], [[πλάθω]] μύθους, [[κατασκευάζω]] ψευδείς ιστορίες, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[κατασκευάζω]] διηγήσεις, [[κυρίως]] λέγεται γι' αυτούς που διαδίδουν ειδήσεις, μεταδίδουν ψεύτικα [[νέα]], σε Θουκ., Δημ., κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[γράφω]] ρητορικούς λόγους, ομιλίες, (βλ. [[λογοποιός]] II), σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 19:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λογοποιέω Medium diacritics: λογοποιέω Low diacritics: λογοποιέω Capitals: ΛΟΓΟΠΟΙΕΩ
Transliteration A: logopoiéō Transliteration B: logopoieō Transliteration C: logopoieo Beta Code: logopoie/w

English (LSJ)

   A write, compose, Pl.R.378d, Lg.636d; write speeches, Id.Euthd.289d.    2 fabricate tales, esp. of newsmongers, Th.6.38, And.1.54, Lys.16.11, D.4.49, Thphr. Char.8.1; τὰς [συμφορὰς] αὐτοὶ λογοποιοῦσιν Lys.22.14; λ. κατὰ τῆς πόλεως Plb.28.2.4:—Pass., D.C. 37.35.    II Med., settle accounts, πρός τινας PRyl.136.4 (i A.D.), etc.:—Pass., Ostr.1179.    III Med., make proposals, ἰδίᾳ πρός τινα Luc.DMeretr.10.4.

Greek (Liddell-Scott)

λογοποιέω: ἐφευρίσκω, πλάττω μύθους, ψευδεῖς ἱστορίας, Πλάτ. Πολ. 378D, Νόμ. 636C· περί τινος Λυσ. 146. 36, πρβλ. Θεοφρ. Χαρ. 8. 2) λ. τι, κατασκευάζω, πλάττω διηγήματα, Λατ. serere rumores, ἰδίως ἐπὶ τῶν διαδιδόντων εἰδήσεις, «νέα», Θουκ. 6. 38, Ἀνδοκ. 8. 15, Δημ. 54. 15, κτλ. ΙΙ. γράφω λόγους ῥητορικούς, ὁμιλίας, (ἴδε λογοποιὸς ΙΙ), Πλάτ. Εὐθύδ. 289D.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 imaginer des fictions poétiques;
2 inventer ou répandre des fables, càd de faux bruits.
Étymologie: λογοποιός.

Greek Monotonic

λογοποιέω: μέλ. λογοποιήσω,
I. 1. εφευρίσκω, πλάθω μύθους, κατασκευάζω ψευδείς ιστορίες, σε Πλάτ.
2. κατασκευάζω διηγήσεις, κυρίως λέγεται γι' αυτούς που διαδίδουν ειδήσεις, μεταδίδουν ψεύτικα νέα, σε Θουκ., Δημ., κ.λπ.
II. γράφω ρητορικούς λόγους, ομιλίες, (βλ. λογοποιός II), σε Πλάτ.