ὑβός: Difference between revisions
From LSJ
Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau
(Bailly1_5) |
(42) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />courbé ; bossu.<br />'''Étymologie:''' [[ὗβος]]. | |btext=ή, όν :<br />courbé ; bossu.<br />'''Étymologie:''' [[ὗβος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑβός]], -ή, -όν, ΝΑ<br />[[κυφός]], [[καμπούρης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός όρος του ιατρικού λεξιλογίου, άγνωστης ετυμολ., που εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>βος</i>, όπως και άλλα επίθ. σχετικά με σωματικές αδυναμίες ή αναπηρίες (<b>πρβλ.</b> <i>κλα</i>-<i>μ</i>-<i>βός</i>, <i>στρα</i>-<i>β</i>-<i>ός</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:48, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῡ], ή, όν,
A humpbacked, Hp.Aph.6.46, Theoc.5.43.
German (Pape)
[Seite 1168] auswärts gebogen, gekrümmt, dah. bucklig, Theocr. 5, 23, Ggstz λορδός. Mit κυφός, gibbus verwandt.
Greek (Liddell-Scott)
ὑβός: [ῡ], ή, όν, ὁ ἔχων κεκυρτωμένα τὰ νῶτα, κυρτός, «καμπούρης», Ἱππ. Ἀφ. 1258· ἀντίθετον τῷ λορδός, Θεόκρ. 5. 43. (Ὁ Κούρτ. ἀμφιβάλλει τὴν σχέσιν τῆς λέξεως πρὸς τὸ κυφός).
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
courbé ; bossu.
Étymologie: ὗβος.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ὑβός, -ή, -όν, ΝΑ
κυφός, καμπούρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός όρος του ιατρικού λεξιλογίου, άγνωστης ετυμολ., που εμφανίζει επίθημα -βος, όπως και άλλα επίθ. σχετικά με σωματικές αδυναμίες ή αναπηρίες (πρβλ. κλα-μ-βός, στρα-β-ός)].