ὄθριξ: Difference between revisions
From LSJ
(Bailly1_4) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=[[ὄτριχος]] (ὁ, ἡ)<br />à chevelure <i>ou</i> crinière semblable.<br />'''Étymologie:''' préf. ὀ-, [[θρίξ]]. | |btext=[[ὄτριχος]] (ὁ, ἡ)<br />à chevelure <i>ou</i> crinière semblable.<br />'''Étymologie:''' préf. ὀ-, [[θρίξ]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὄθριξ:''' γεν. <i>ὄτρῐχος</i>, ποιητ. αντί <i>ὁμό-[[θριξ]]</i>, <i>ὁ</i>, <i>ἡ</i>, αυτός που έχει όμοιες [[τρίχες]], μαλλιά, σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:36, 31 December 2018
English (LSJ)
gen. ὄτρῐχος, poet. for ὁμόθριξ, ὁ, ἡ,
A with like hair, ἵπποι Il. 2.765, prob. l. for ὁμότριχας, Sophr.52.
German (Pape)
[Seite 296] ὄτριχος, p. = ὁμόθριξ, mit gleichem Haare, Il. 2, 765, ὄτριχες ἵπποι.
Greek (Liddell-Scott)
ὄθριξ: γεν. ὄτρῐχος, ποιητ. ἀντὶ ὁμόθριξ, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ὁμοίας τρίχας, Ἰλ. Β. 765.
French (Bailly abrégé)
ὄτριχος (ὁ, ἡ)
à chevelure ou crinière semblable.
Étymologie: préf. ὀ-, θρίξ.
Greek Monotonic
ὄθριξ: γεν. ὄτρῐχος, ποιητ. αντί ὁμό-θριξ, ὁ, ἡ, αυτός που έχει όμοιες τρίχες, μαλλιά, σε Ομήρ. Ιλ.