τερατολόγος: Difference between revisions

From LSJ

Πάντ' ἀνακαλύπτων ὁ χρόνος πρὸς φῶς φέρει → Omnia revelans tempus in lucem eruit → Die Zeit deckt alles auf und bringt es an den Tag

Menander, Monostichoi, 459
(Bailly1_5)
(41)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui raconte des histoires de choses extraordinaires;<br /><b>2</b> au sujet de qui l’on raconte des choses prodigieuses.<br />'''Étymologie:''' [[τέρας]], [[λέγω]]³.
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui raconte des histoires de choses extraordinaires;<br /><b>2</b> au sujet de qui l’on raconte des choses prodigieuses.<br />'''Étymologie:''' [[τέρας]], [[λέγω]]³.
}}
{{grml
|mltxt=-ο / [[τερατολόγος]], -ον, ΝΜΑ, θηλ. και τερατολόγα Ν<br />(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που λέει τερατολογίες, φανταστικές ιστορίες σχετικά με αλλόκοτα ή παράδοξα πράγματα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός έχει την [[τάση]] να λέει τερατολογίες<br /><b>2.</b> [[επιστήμονας]] [[βιολόγος]] [[ειδικός]] στην [[τερατολογία]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>με παθ. σημ.</b>) αυτός για τον οποίο λέγονται θαυμαστά και παράδοξα πράγματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέρας]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]].
}}
}}

Revision as of 12:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τερᾰτολόγος Medium diacritics: τερατολόγος Low diacritics: τερατολόγος Capitals: ΤΕΡΑΤΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: teratológos Transliteration B: teratologos Transliteration C: teratologos Beta Code: terato/logos

English (LSJ)

(parox.), ὁ,

   A marvel-monger, Poll.9.147 (citing Plato, v. 11), Philostr.V A3.32.    II Adj., in pass. sense, portentous, φύσεις Pl.Phdr.229e.

German (Pape)

[Seite 1092] 1) von Naturwundern, auffallenden, wunderbaren Erscheinungen od. Begebenheiten, bes. latwen, welche wan als bedeutungsvolle Vorzeichen nettawiet, sprechend, sie erklärend, Sp. – 2) auch pass. wavon Wunderdinge erzählt werden, wunderbar, widernatürlich, φύσεις Plat. Phaedr. 229 e.

Greek (Liddell-Scott)

τερᾰτολόγος: ὁ, ὁ τερατολογῶν, ὁ θαυμαστὰ καὶ παράδοξα μυθεύων, Φιλόστρ. 123, Πολυδ. Θ΄, 147. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ἐπὶ παθητ. σημασίας, ὁ περὶ οὗ θαυμαστὰ καὶ τερατώδη λέγονται, τερατώδης, Γοργόνων καὶ Πηγάσων καὶ ἄλλων ἀμηχάνων... καὶ ἀτοπίαι τερατολόγων τινῶν φύσεων Πλάτ. Φαῖδρ. 229Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui raconte des histoires de choses extraordinaires;
2 au sujet de qui l’on raconte des choses prodigieuses.
Étymologie: τέρας, λέγω³.

Greek Monolingual

-ο / τερατολόγος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και τερατολόγα Ν
(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που λέει τερατολογίες, φανταστικές ιστορίες σχετικά με αλλόκοτα ή παράδοξα πράγματα
νεοελλ.
1. αυτός έχει την τάση να λέει τερατολογίες
2. επιστήμονας βιολόγος ειδικός στην τερατολογία
αρχ.
(με παθ. σημ.) αυτός για τον οποίο λέγονται θαυμαστά και παράδοξα πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρας, -ατος + -λόγος].