οἰκητής: Difference between revisions
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
(Bailly1_4) |
(28) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />habitant.<br />'''Étymologie:''' [[οἰκέω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />habitant.<br />'''Étymologie:''' [[οἰκέω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[οἰκητής]] και, [[λοκρικός]] τ., Fοικητὰς, ὁ (Α) [[οικώ]]<br /><b>1.</b> [[κάτοικος]], [[ένοικος]]<br /><b>2.</b> (ο [[λοκρικός]] τ. <i>Fοικητάς</i>)<br />ο [[άποικος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:07, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A dweller, inhabitant, S.OT1450, Pl.Phd.IIIb : Locr. ϝοικητάς, colonist, IG9(1).334.47 ; ἡ πόλις προσδεῖται πλεόνων οἰκητῶν ib.9(2).517.5 (Larissa, iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 300] ὁ, = οἰκητήρ, der Bewohner; Soph. O. R. 1450; Plat. Phaed. 111 b; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκητής: -οῦ, ὁ, = οἰκήτωρ, Σοφ. Ο. Τ. 1450, Πλάτ. Φαίδων 111C, καὶ ἴσως Σιμων. 5. 6.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
habitant.
Étymologie: οἰκέω.
Greek Monolingual
οἰκητής και, λοκρικός τ., Fοικητὰς, ὁ (Α) οικώ
1. κάτοικος, ένοικος
2. (ο λοκρικός τ. Fοικητάς)
ο άποικος.