ὀλίσθημα: Difference between revisions
From LSJ
(Bailly1_4) |
(28) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />glissement, chute.<br />'''Étymologie:''' [[ὀλισθάνω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />glissement, chute.<br />'''Étymologie:''' [[ὀλισθάνω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (Α [[ὀλίσθημα]]) [[ολισθάνω]]<br /><b>1.</b> [[γλίστρημα]] και [[πτώση]] («[[ὀλίσθημα]] ἐντέρου εἰς τὸ [[ὄσχεον]]», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>2.</b> [[σφάλμα]] ή [[παράπτωμα]] («η [[αποστασία]] του ήταν φοβερό [[ολίσθημα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[εξάρθρωση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:08, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A slip, fall, ὑγρὰ -ήματα ὑδάτων Pl.Ti.43c ; ὀ. γῆς place where a landslip has occurred, J.AJ15.10.3 ; so ὀ. without γῆς, Inscr.Prien.42.10,42 (ii B. C.) ; in moral sense, cause of slipping, Plu.2.49c. 2 luxation, Hp.Fract.14, Heliod. ap. Orib.49.9.16, Gal.19.460, etc.
German (Pape)
[Seite 323] τό, der Fehltritt, Fall; ὑδάτων, Plat. Tim. 43 c; Sp., wie Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλίσθημα: τό, «γλίστρημα», πτῶσις, Πλάτ. Τίμ. 43C· ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, Πλούτ. 2. 49C. 2) ἐξάρθρωσις, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 827 κτλ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
glissement, chute.
Étymologie: ὀλισθάνω.
Greek Monolingual
το (Α ὀλίσθημα) ολισθάνω
1. γλίστρημα και πτώση («ὀλίσθημα ἐντέρου εἰς τὸ ὄσχεον», Πολυδ.)
2. σφάλμα ή παράπτωμα («η αποστασία του ήταν φοβερό ολίσθημα»)
αρχ.
εξάρθρωση.