παραισθάνομαι: Difference between revisions

From LSJ

Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät

Menander, Monostichoi, 104
(Bailly1_4)
(30)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=s’apercevoir secrètement de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[αἰσθάνομαι]].
|btext=s’apercevoir secrètement de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[αἰσθάνομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[παρατηρώ]] ή [[ακούω]] [[κάτι]] «εν παρόδω», επιπόλαια, τυχαία<br /><b>2.</b> [[υπόκειμαι]] σε εσφαλμένες αντιλήψεις, [[εννοώ]] ή [[αντιλαμβάνομαι]] [[κάτι]] εσφαλμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[αισθάνομαι]]].
}}
}}

Revision as of 12:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραισθάνομαι Medium diacritics: παραισθάνομαι Low diacritics: παραισθάνομαι Capitals: ΠΑΡΑΙΣΘΑΝΟΜΑΙ
Transliteration A: paraisthánomai Transliteration B: paraisthanomai Transliteration C: paraisthanomai Beta Code: paraisqa/nomai

English (LSJ)

   A remark or hear of by the way, τινος X.Cyr.4.2.30: abs., οὐχὶ παρῄσθευ; Theoc.5.120.    II misperceive, be subject to illusory perceptions, Pl.Tht.157e, Aret.SD1.6, Iamb.Protr.2.

German (Pape)

[Seite 480] (s. αἰσθάνομαι), nebenbei oder unter der Hand, auch falsch bemerken; neben παροράω u. παρακούω, Plat. Theaet. 157 e; ὡς παρῄσθοντο τῶν φευγόντων, πυθόμενοι τὸ γιγνόμενον, Xen. Cyr. 4, 2, 30; Sp.; absol., οὐχὶ παρῄσθευ; Theocr. 5, 120.

Greek (Liddell-Scott)

παραισθάνομαι: μέλλ. -αισθήσομαι· ἀποθ.· - παρατηρῶ ἢ ἀκούω περί τινος ἐν παρόδῳ, τινος Ξεν. Κύρ. 4. 2, 30· ἀπολ., οὐχὶ παρῃσθευ; Θεόκρ. 5. 120. ΙΙ. ἀντιλαμβάνομαι ἐσφαλμένως, ὑπόκειμαι εἰς ἐσφαλμένας ἀντιλήψεις, Πλάτ. Θεαίτ. 157Ε, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 6.

French (Bailly abrégé)

s’apercevoir secrètement de, gén..
Étymologie: παρά, αἰσθάνομαι.

Greek Monolingual

Α
1. παρατηρώ ή ακούω κάτι «εν παρόδω», επιπόλαια, τυχαία
2. υπόκειμαι σε εσφαλμένες αντιλήψεις, εννοώ ή αντιλαμβάνομαι κάτι εσφαλμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + αισθάνομαι].