παρόρειος: Difference between revisions

From LSJ

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
(Bailly1_4)
(31)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[παρώρειος]].<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ὄρος]].
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[παρώρειος]].<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ὄρος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που βρίσκεται [[κοντά]] σε όρος ή σε όρη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὄρειος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ὄρος]]), <b>πρβλ.</b> <i>εν</i>-<i>όρειος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρόρειος Medium diacritics: παρόρειος Low diacritics: παρόρειος Capitals: ΠΑΡΟΡΕΙΟΣ
Transliteration A: paróreios Transliteration B: paroreios Transliteration C: paroreios Beta Code: paro/reios

English (LSJ)

ον, (ὄρος)

   A near a mountain or mountains, Str.12.8.13, J.BJ1.4.7 :—written παρόριος, Sch.Il.20.490, 22.190.—The form παρώρειος found in codd. (as in Str.l.c.) is incorrect, whereas παρώρεια (q.v.) is the only correct form of the Subst.

German (Pape)

[Seite 527] am Berge, am Gebirge gelegen, befindlich, Ios. u. a. Sp., im subst. τὸ παρόρειον, wie Suid.; vgl. παρωρεία u. Lob. Phryn. 712.

Greek (Liddell-Scott)

παρόρειος: -ον, (ὄρος) ὁ πλησίον ὄρους, Στράβ. 576, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 4, 7. - Ὁ τύπος παρώρειος εὑρισκόμενος ἐν Ἀντιγράφοις (οἷον Στράβ. ἔνθ’ ἀνωτ.) εἶναι ἐσφαλμένος, ἐν ᾧ τὸ παρώρεια (ὃ ἴδε) εἶναιμόνος ὀρθὸς τύπος τοῦ οὐσιαστ., Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 712.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. παρώρειος.
Étymologie: παρά, ὄρος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που βρίσκεται κοντά σε όρος ή σε όρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ὄρειος (< ὄρος), πρβλ. εν-όρειος].