πέμπελος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source
(Bailly1_4)
(31)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />décrépit.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d’explication.
|btext=ος, ον :<br />décrépit.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d’explication.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πέμπελος]], -ον, ΜΑ<br />[[γηραλέος]], [[υπέργηρος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «πέμπελον<br />στωμύλον. λάλον. οἱ δὲ [[λίαν]] γηραλέον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] του τ. με το ρ. [[πέμπω]] και η [[ερμηνεία]] του Γαληνού «παρὰ τὸ ἐκπέμπεσθαι εἰς Ἄιδου πομπήν» οφείλεται σε [[παρετυμολογία]]].
}}
}}

Revision as of 12:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέμπελος Medium diacritics: πέμπελος Low diacritics: πέμπελος Capitals: ΠΕΜΠΕΛΟΣ
Transliteration A: pémpelos Transliteration B: pempelos Transliteration C: pempelos Beta Code: pe/mpelos

English (LSJ)

ον,

   A aged, Lyc.682, 826, Gal.6.380, Choerob. in Theod. 1.357 H. (alternatively expld. as = στωμύλος, λάλος by Hsch.).

German (Pape)

[Seite 553] dichterisches Beiwort sehr alter Leute, Lycophr. 125, πέμπελος χρόνῳ, u. a. Sp., entweder reif, mürb, wie πέπων mit πέπτω zusammenhangend, oder nach den Alten von πέμπεσθαι εἰς ᾅδο υ, weil sie dem Tode nahe sind; Schneider erkl. es = mürrisch u. vergleicht δυσπέμφελος.

Greek (Liddell-Scott)

πέμπελος: -ον, λέξις ἀσαφοῦς ἐννοίας, λεγομένη ἐπὶ σφόδρα γηραλέων, νεκρόμάντιν πέμπελον, «ὑπεργήρων» (Τζέτζ.), περὶ τοῦ Τειρεσίου, Λυκόφρ. 682· πέμπελον γραῦν, «τὴν παγγήρων γραῦν» (Τζέτζ.), ὁ αὐτ. 826, Γαλην. τόμ. 6, 162. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πέμπελον· στωμύλον, λάλον. οἱ δὲ λίαν γηραλέον», πρβλ. Χοιροβ. 391. 14, Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
décrépit.
Étymologie: DELG pas d’explication.

Greek Monolingual

-η, -ο / πέμπελος, -ον, ΜΑ
γηραλέος, υπέργηρος
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «πέμπελον
στωμύλον. λάλον. οἱ δὲ λίαν γηραλέον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση του τ. με το ρ. πέμπω και η ερμηνεία του Γαληνού «παρὰ τὸ ἐκπέμπεσθαι εἰς Ἄιδου πομπήν» οφείλεται σε παρετυμολογία].