περιψάω: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(Bailly1_4) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br />frotter <i>ou</i> essuyer tout autour, étriller.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ψήχω]]. | |btext=-ῶ :<br />frotter <i>ou</i> essuyer tout autour, étriller.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ψήχω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''περιψάω:''' απαρ. -[[ψῆν]], αόρ. αʹ <i>περιέψησα</i>· [[σκουπίζω]] [[ολόγυρα]], [[σφουγγίζω]] και [[καθαρίζω]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:16, 30 December 2018
English (LSJ)
A wipe all round, wipe clean, τὠφθαλμιδίω περιψῆν Ar.Eq. 909 ; τὰ βλέφαρα περιέψησεν Id.Pl.730 ; σφόγγοι περιψῆσαι τὰ ἀναθήματα IG11(2).287 A 84(Delos, iii B. C.); π. σπόγγῳ τὸ ἄγγος Zos. Alch.p.224B.
German (Pape)
[Seite 601] (s. ψάω), inf. ψῆν, Ar. Equ. 906, ringsumher wischen, abstreichen, reinigen, τὰ βλέφαρα περιέψησεν, Plut. 730, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
περιψάω: ἀπαρ. -ψῆν, σπογγίζω ὁλόγυρα, σπογγίζω καὶ καθαρίζω, τὠφθαλμιδίω περιψῆν Ἀριστοφ. Ἱππ. 909· τὰ βλέφαρα περιέψησεν ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 730.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
frotter ou essuyer tout autour, étriller.
Étymologie: περί, ψήχω.
Greek Monotonic
περιψάω: απαρ. -ψῆν, αόρ. αʹ περιέψησα· σκουπίζω ολόγυρα, σφουγγίζω και καθαρίζω, σε Αριστοφ.