Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πιλίδιον: Difference between revisions

From LSJ

Λῦπαι γὰρ ἀνθρώποισι τίκτουσιν νόσους → Tristitia morbos parturit mortalibus → Krankheit gebären Menschen Kümmernis und Leid

Menander, Monostichoi, 316
(Bailly1_4)
(32)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />petit bonnet de feutre.<br />'''Étymologie:''' dim. de [[πῖλος]].
|btext=ου (τό) :<br />petit bonnet de feutre.<br />'''Étymologie:''' dim. de [[πῖλος]].
}}
{{grml
|mltxt=και [[πιλάδιον]], τὸ, Α [[πίλος]]<br />[[μικρός]] [[πίλος]], [[κάλυμμα]] του κεφαλιού από [[πίλημα]] [[χωρίς]] περιφερικό [[γύρο]] και με [[οξεία]] [[απόληξη]] στην [[κορυφή]].
}}
}}

Revision as of 12:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πιλίδιον Medium diacritics: πιλίδιον Low diacritics: πιλίδιον Capitals: ΠΙΛΙΔΙΟΝ
Transliteration A: pilídion Transliteration B: pilidion Transliteration C: pilidion Beta Code: pili/dion

English (LSJ)

τό, Dim. of πῖλος, Ar.Ach.439, Antiph.33.4, Pl.R.406d, D.19.255.

German (Pape)

[Seite 615] τό, dim. von πῖλος, kleiner Filzhut, pileolus; Ar. Ach. 414; Plat. Rep. III, 406 d; πιλίδιον λαβὼν ἐπὶ τὴν κεφαλήν, Dem. 19, 255, Reisehut.

Greek (Liddell-Scott)

πῑλίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ πῖλος, Λατ. pileolus, Ἀριστοφ. Ἀχ. 439, Ἀντιφάνης ἐν «Ἀνταίῳ» 1, Πλάτ. Νόμ. 406D, Δημ. 421. 22.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petit bonnet de feutre.
Étymologie: dim. de πῖλος.

Greek Monolingual

και πιλάδιον, τὸ, Α πίλος
μικρός πίλος, κάλυμμα του κεφαλιού από πίλημα χωρίς περιφερικό γύρο και με οξεία απόληξη στην κορυφή.