ῥωγάς: Difference between revisions
Δοὺς τῇ τύχῃ τὸ μικρὸν ἐκλήψῃ μέγα → Dans parva sorti recipies, quae magna sunt → Es zahlt das Glück dir kleinen Einsatz groß zurück
(Bailly1_4) |
(36) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=άδος<br /><i>adj. f.</i><br />déchiré, fendu, creusé.<br />'''Étymologie:''' [[ῥώξ]]. | |btext=άδος<br /><i>adj. f.</i><br />déchiré, fendu, creusé.<br />'''Étymologie:''' [[ῥώξ]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-[[άδος]], ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> ξεσχισμένος, κουρελιασμένος<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[ρήγμα]], [[σχίσμα]] γης, [[χάσμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ῥωγ</i>- του [[ῥήγνυμι]] (<b>πρβλ.</b> <i>ῥώξ</i>, <i>ῥωγός</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>, -[[άδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>πεδι</i>-<i>άς</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:27, 29 September 2017
English (LSJ)
άδος, ὁ, ἡ,= foreg.,
A ragged, πήρη Babr.86; ῥ. πέτραι cloven rocks, clefts in the rocks, Theoc.24.95, cf. A.R.4.1448, Nic. Th.389; κάπετος ῥ. Posidipp. ap. Ath.8.414e.
German (Pape)
[Seite 854] άδος, ὁ, ἡ, 1) zerrissen, gespalten, κάπετος, Posidiup. bei Ath. 414 e; als subst. ἡ ῥωγάς, sc. γῆ, Erdriß, Erdspalt, Kluft, Höhle. – 2) sc. πέτρα, abgerissenes Felsstück, Ap. Rh. 4, 1448, ῥωγάδος ἐκ πέτρης, wie Nic. Ther. 389. 644; vgl. Theocr. 24, 93.
Greek (Liddell-Scott)
ῥωγάς: -άδος, ὁ, ἡ, (ῥώξ) = τῷ προηγ., διεσχισμένη, διερρωγυῖα, πήρη Βάβρ. 86· ῥ. πέτρα, κρημνὸς διεσχισμένος, Θεόκρ. 24. 94, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1448, πρβλ. Νικ. Θ. 389· κάπετος ῥ. Ποσείδιππος παρ’ Ἀθην. 414Ε· - πρβλ. ῥαγάς, ἀπορρώξ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ῥῆγμα ἐν τοίχῳ, παρ’ Ἡσυχ., ὅστις μνημονεύει καὶ τὴν λέξιν ῥωγή, ἡ.
French (Bailly abrégé)
άδος
adj. f.
déchiré, fendu, creusé.
Étymologie: ῥώξ.
Greek Monolingual
-άδος, ὁ, ἡ, Α
1. ως επίθ. ξεσχισμένος, κουρελιασμένος
2. ως ουσ. (κατά τον Ησύχ.) ρήγμα, σχίσμα γης, χάσμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ῥωγ- του ῥήγνυμι (πρβλ. ῥώξ, ῥωγός) + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. πεδι-άς)].