σιδηροβρώς: Difference between revisions
From LSJ
Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich
(Bailly1_4) |
(37) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῶτος (ὁ, ἡ)<br />qui mange <i>ou</i> ronge le fer.<br />'''Étymologie:''' [[σίδηρος]], [[βιβρώσκω]]. | |btext=ῶτος (ὁ, ἡ)<br />qui mange <i>ou</i> ronge le fer.<br />'''Étymologie:''' [[σίδηρος]], [[βιβρώσκω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ῶτος, ὁ, ἡ, θηλ. και [[σιδηροβρῶτις]], -ώτιδος, Α<br /><b>1.</b> αυτός που κατατρώγει τον σίδηρο<br /><b>2.</b> αυτός που ακονίζει τον σίδηρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σιδηρο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βρώς</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βιβρώσκω]] «[[τρώω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>παιδο</i>-<i>βρώς</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:28, 29 September 2017
English (LSJ)
ῶτος, ὁ, ἡ, (βιβρώσκω)
A iron-eating, θηγάνη S.Aj.820; where the Sch. has a fem. form σῐδηρο-βρῶτις, ιδος.
German (Pape)
[Seite 879] ῶτος, Eisen fressend, verzehrend, nagend, dah. Eisen schärfend, wetzend, θηγάνη, Soph. Ai. 807.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηροβρώς: -ῶτος, ὁ, ἡ, (βιβρώσκω) ὁ τρώγων τὸν σίδηρον, θηγάνη Σοφ. Αἴ. 820· ἔνθα ὁ Σχολιαστ. ἔχει θηλ. τύπον -βρῶτις, -ιδος.
French (Bailly abrégé)
ῶτος (ὁ, ἡ)
qui mange ou ronge le fer.
Étymologie: σίδηρος, βιβρώσκω.
Greek Monolingual
-ῶτος, ὁ, ἡ, θηλ. και σιδηροβρῶτις, -ώτιδος, Α
1. αυτός που κατατρώγει τον σίδηρο
2. αυτός που ακονίζει τον σίδηρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -βρώς (< βιβρώσκω «τρώω»), πρβλ. παιδο-βρώς].