πλατάγημα: Difference between revisions
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
(Bailly1_4) |
(32) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br /><i>c.</i> [[πλαταγή]].<br />'''Étymologie:''' [[πλαταγέω]]. | |btext=ατος (τό) :<br /><i>c.</i> [[πλαταγή]].<br />'''Étymologie:''' [[πλαταγέω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το, ΝΑ [[πλαταγώ]]<br />η [[σύγκρουση]] πλατιών σωμάτων και ο [[κρότος]] που παράγεται από αυτήν, [[πλαταγή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:18, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A crack, of the τηλέφιλον (q. v.), Theoc.3.29, AP5.295 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 626] τό, das Geklatschte, τηλέφιλον, Agath. 9 (V, 296). Vgl. πλαταγέω u. πλαταγώνιον.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰτάγημα: τό, κρότημα, Θεόκρ. 3. 29, Ἀνθ. Π. 5. 296.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
c. πλαταγή.
Étymologie: πλαταγέω.
Greek Monolingual
το, ΝΑ πλαταγώ
η σύγκρουση πλατιών σωμάτων και ο κρότος που παράγεται από αυτήν, πλαταγή.