Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πόνημα: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸν σέβου καὶ πάντα πράξεις εὐθέως (ἐνθέως) → Verehre Gott und alles schaffst du auf der Stell (gotterfüllt) → Verehre Gott, sogleich hast du durchweg Erfolg

Menander, Monostichoi, 229
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />travail pénible, œuvre difficile.<br />'''Étymologie:''' [[πονέω]].
|btext=ατος (τό) :<br />travail pénible, œuvre difficile.<br />'''Étymologie:''' [[πονέω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ατος, το, ΝΜΑ [[πονώ]]<br /><b>1.</b> το [[αποτέλεσμα]] του [[πονώ]], [[έργο]] το οποίο έχει παραχθεί με πολύ κόπο και μόχθο<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]] για πνευματικό [[έργο]]) συγγραφικό [[έργο]], [[βιβλίο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[μικρός]] ύμνος.
}}
}}

Revision as of 12:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πόνημα Medium diacritics: πόνημα Low diacritics: πόνημα Capitals: ΠΟΝΗΜΑ
Transliteration A: pónēma Transliteration B: ponēma Transliteration C: ponima Beta Code: po/nhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that which is wrought, work, μελισσᾶν E.IT165 (anap.); a work, book, AP4.3.42 (pl., Agath.), 9.166 (Pall.).

German (Pape)

[Seite 680] τό, das Gearbeitete, Arbeit, Werk, μελισσᾶν, Eur. I. T. 165, u. sp. D., wie Pallad. 12 (VI, 166).

Greek (Liddell-Scott)

πόνημα: τό, τὸ ἐκπονηθὲν ἔργον, ἡ ἐργασία, μελισσῶν Εὐρ. Ι. Τ. 165· ἔργον, βιβλίον, Ἀνθ. Π. 4. 3, 42., 9. 166.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
travail pénible, œuvre difficile.
Étymologie: πονέω.

Greek Monolingual

-ατος, το, ΝΜΑ πονώ
1. το αποτέλεσμα του πονώ, έργο το οποίο έχει παραχθεί με πολύ κόπο και μόχθο
2. (κυρίως για πνευματικό έργο) συγγραφικό έργο, βιβλίο
μσν.-αρχ.
μικρός ύμνος.