προσεπιτείνω: Difference between revisions

34
(Bailly1_4)
(34)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> προσεπιτενῶ, <i>ao.</i> προσεπέτεινα, <i>etc.</i><br />accroître encore, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἐπιτείνω]].
|btext=<i>f.</i> προσεπιτενῶ, <i>ao.</i> προσεπέτεινα, <i>etc.</i><br />accroître encore, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἐπιτείνω]].
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[ἐπιτείνω]]<br />[[τονίζω]] [[ακόμη]] πιο έντονα (α. «προσεπιτείνει δὲ τὴν εἰς τὸν τόπον ἀπορίαν καὶ ὁ Ἰωάννης», Ωριγ.<br />β. «ὁ [[προφήτης]] προσεπιτείνει λέγων ὅτι...», Ωριγ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στενοχωρώ]] [[ακόμη]] περισσότερο<br /><b>2.</b> [[καθιστώ]] [[ακόμη]] [[κάτι]] πιο ισχυρό<br /><b>3.</b> [[επιβάλλω]] πρόσθετους όρους («βραχέα δὲ προσεπέτειναν τοὺς Καρχηδονίους», <b>Πολ.</b>)<br /><b>4.</b> επιμηκύνομαι.
}}
}}