πρόκωπος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐρωτώμενος διὰ τί ὀλίγους ἔχει μαθητάς, ἔφη ὅτι ἀργυρέᾳ αὐτοὺς ἐκβάλλω ῥάβδῳ → When asked why he had so few pupils, he replied ‘I chase them away with a silver stick (Diogenes Laertius 6.4.5, on the philosopher Antisthenes)

Source
(Bailly1_4)
(34)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> que l’on tient par la poignée, <i>càd en parl. d’une épée</i> prête pour le combat;<br /><b>2</b> qui tient la poignée de l’épée, qui se tient l’épée à la main.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[κώπη]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> que l’on tient par la poignée, <i>càd en parl. d’une épée</i> prête pour le combat;<br /><b>2</b> qui tient la poignée de l’épée, qui se tient l’épée à la main.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[κώπη]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πρόκωπος]], -ον, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[πρόκωπος]]<br /><b>ναυτ.</b> [[κωπηλάτης]] λέμβου ο [[οποίος]] κάθεται στην πρώτη από την [[πλώρη]] [[σειρά]] σέλματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κρατά ένα [[ξίφος]] από τη [[λαβή]]<br /><b>2.</b> [[έτοιμος]], [[πρόχειρος]] («ἔχειν πρόκωπον τὴν δεξιάν», <b>Ηρωδιαν.</b>)<br /><b>3.</b> [[επιμήκης]]<br /><b>4.</b> (για [[οστό]]) προεκτεταμένος<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «πρόκωπον [[ξίφος]]» — προτεταμένο [[ξίφος]] που κρατιέται από τη [[λαβή]] («[[ξίφος]] πρόκωπον πᾱς τις εὐτρεπιζέτω», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κωπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κώπη]] «[[κουπί]], [[λαβή]]»), <b>πρβλ.</b> <i>επί</i>-<i>κωπος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόκωπος Medium diacritics: πρόκωπος Low diacritics: πρόκωπος Capitals: ΠΡΟΚΩΠΟΣ
Transliteration A: prókōpos Transliteration B: prokōpos Transliteration C: prokopos Beta Code: pro/kwpos

English (LSJ)

ον, (κώπη) of the sword,

   A grasped by the hilt, drawn, A. Ag.1651 (troch.), E.Or.1477 (lyr.), al.    2 metaph., ready, A.Ag. 1652 (troch.); ἔχειν π. τὴν δεξιάν Hdn.7.5.4.    3 elongated, Aret. SD2.4 (πρόκοποι codd.); of the os uteri, advanced, Sor.1.34 (Comp., προκοπώτερον cod.).

German (Pape)

[Seite 732] das Schwert am Griffe haltend; Aesch. Ag. 1652; auch ξίφος πρόκωπον πᾶς τις εὐτρεπιζέτω, das Schwert, das Einer bereits am Griffe gefaßt hält, schlagfertig machen, 1651, wie πρόκωπον ξίφος Eur. Or. 1478; πρόκωπον ἔχων τὴν ἅρπην, Luc. D. Mar. 14, 3.

Greek (Liddell-Scott)

πρόκωπος: -ον, (κώπη) ἐπὶ τοῦ ξίφους, ὁ ἀπὸ τῆς κώπης ἤτοι τῆς λαβῆς κρατούμενος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1651, Εὐρ. Ὀρ. 1477. κ. ἀλλ. 2) μεταφορ., ἕτοιμος, πρόχειρος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1652· πρ. ἔχειν τὴν δεξιὰν Ἡρῳδιάν. 7. 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 que l’on tient par la poignée, càd en parl. d’une épée prête pour le combat;
2 qui tient la poignée de l’épée, qui se tient l’épée à la main.
Étymologie: πρό, κώπη.

Greek Monolingual

-η, -ο / πρόκωπος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο πρόκωπος
ναυτ. κωπηλάτης λέμβου ο οποίος κάθεται στην πρώτη από την πλώρη σειρά σέλματος
αρχ.
1. αυτός που κρατά ένα ξίφος από τη λαβή
2. έτοιμος, πρόχειρος («ἔχειν πρόκωπον τὴν δεξιάν», Ηρωδιαν.)
3. επιμήκης
4. (για οστό) προεκτεταμένος
5. φρ. «πρόκωπον ξίφος» — προτεταμένο ξίφος που κρατιέται από τη λαβήξίφος πρόκωπον πᾱς τις εὐτρεπιζέτω», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -κωπος (< κώπη «κουπί, λαβή»), πρβλ. επί-κωπος].