πώτημα: Difference between revisions
From LSJ
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
(Bailly1_4) |
(35) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />vol, essor.<br />'''Étymologie:''' [[πωτάομαι]]. | |btext=ατος (τό) :<br />vol, essor.<br />'''Étymologie:''' [[πωτάομαι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ήματος, τὸ, Α [[πωτῶμαι]]<br />[[πέταγμα]], [[πτήση]] («[[ὑπέρ]] τε πόντον ἀπτέροις πωτήμασιν [[ἦλθον]]», <b>Αισχύλ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 29 September 2017
English (LSJ)
A v. πότημα (A).
German (Pape)
[Seite 828] τό, Flug, ὑπέρ τε πόντον ἀπτέροις πωτήμασιν ἦλθον, Aesch. Eum. 241.
Greek (Liddell-Scott)
πώτημα: τό ἴδε λ. πότημα.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
vol, essor.
Étymologie: πωτάομαι.
Greek Monolingual
-ήματος, τὸ, Α πωτῶμαι
πέταγμα, πτήση («ὑπέρ τε πόντον ἀπτέροις πωτήμασιν ἦλθον», Αισχύλ.).