σάνδυξ: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
(Bailly1_4)
(36)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=υκος (ἡ) :<br />vermillon ; incarnat.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt oriental certain ; cf. <i>skr.</i> sinduram « cinabre », <i>assyr.</i> sâmtu, sându qui désignerait une pierre rouge.
|btext=υκος (ἡ) :<br />vermillon ; incarnat.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt oriental certain ; cf. <i>skr.</i> sinduram « cinabre », <i>assyr.</i> sâmtu, sându qui désignerait une pierre rouge.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-υκος και σάνδιξ, -ικος, ἡ, Α<br />λαμπερό ερυθρό [[χρώμα]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] αλοιφής, πιθ. [[μίγμα]] οξειδίου του ψευδαργύρου και ανθρακικού άλατος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ., ανατολικής προέλευσης. Πρόκειται για λ. με ευρεία [[διάδοση]], η οποία συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>sind</i><i>ū</i><i>ram</i> «κόκκινο [[χρώμα]]», ασσυριακό <i>samtu</i>, <i>sandu</i> «[[είδος]] κόκκινης πέτρας» και πιθ. με την λ. [[σανδαράκη]]. Την λ. δανείστηκε η Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>sandyx</i>)].———————— <b>(II)</b><br />-υκος, ἡ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> μικρή [[θήκη]], σεντουκάκι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ., η οποία [[μάλλον]] δεν [[πρέπει]] να συνδεθεί με το [[σάνδυξ]] (Ι)].
}}
}}

Revision as of 12:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σάνδυξ Medium diacritics: σάνδυξ Low diacritics: σάνδυξ Capitals: ΣΑΝΔΥΞ
Transliteration A: sándyx Transliteration B: sandyx Transliteration C: sandyks Beta Code: sa/nduc

English (LSJ)

υκος, ἡ,

   A a bright red colour, also called ἀρμένιον, Str.11.14.9 (prob. cj.); obtained by heating ψιμύθιον ( = cerussa), Dsc.5.88, cf. Plin.HN35.40; though a like colour was made from a plant of the same name, red sandalwood, Pterocarpus santalinus, Sosib. 21, Verg.Ecl.4.45, Plin. l.c., Lyd.Mag.3.64.    2 pl., flesh-coloured women's garments dyed with this colour, in Lydia, ibid.    3 a kind of salve, prob. a pink mixture of zinc oxide and carbonate, Dsc. l.c., Gal.12.244, Hsch.    II casket, Id. [ū in genit., Prop.2.19.81; but [ucaron] in Grattius Cyn.86.] (Assyr. sâmtu, sându 'red stone', prob. cinnabar.)

German (Pape)

[Seite 861] υκος, ἡ, auch σάνδιξ, ὁ, 1) Mennig od. eine dem Mennig ähnliche Farbe, lat. sandyx usta, καὶ ἀρμένιον καλοῦσι χρῶμα ὅμοιον κάλχῃ, Strab. 11, 14, 9. – 2) eine Pflanze, mit deren Saft Leinwand hellroth gefärbt wurde, Hesych.; vgl. Voß Virg. Ecl. 4, 45 p. 208. – Bei den Lydern hießen σάνδυκες mit Sandyx gefärbte seine, durchsichtige Frauenkleider von Leinwand. – [Υ ist bei Propert. 2, 25, 45 lang, bei Grat. Cyneg. 86 kurz.]

Greek (Liddell-Scott)

σάνδυξ: -υκος, ἢ σάνδιξ, -ικος, ἡ, λαμπρὸν ἐρυθρὸν χρῶμα καλούμενον καὶ ἀρμένιον, Στράβ. 529, Διοσκ. 5. 103· λαμβάνεται δὲ τοῦτο ἐκ σανδαράκης μεμιγμένης μετ’ ἐρυθρᾶς ὤχρας (rubrica), Πλίν. 35. 23· ἂν καὶ ὅμοιόν τι χρῶμα ἐλαμβάνετο ἐκ φυτοῦ ἔχοντος τὸ αὐτὸ ὄνομα, Σωσίβιος παρ’ Ἡσύχ., Οὐεργιλ. Ἐκλ. 4. 45, Πλίν. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) σάνδυκες παρὰ τοῖς Λυδοῖς ἐκαλοῦντο διαφανῆ ἐνδύματα γυναικῶν ἔχοντα τὸ χρῶμα τῆς σαρκός, κρεατόχροα (βέβαμμένα δὲ διὰ ταύτης τῆς βαφῆς), Ἰω. Λυδ. π. Ἀρχῶν Πολιτικ. 3. 64. 3) εἶδος ἀλοιφῆς, Ἡσύχ. ΙΙ. μικρὰ θήκη, Ἡσύχ. [ῡ ἐν τῇ γενικῇ, Προπ. 2. 19, 81· ἀλλὰ ῠ παρὰ τῷ Κρατ. ἐν «Κυνηγ.» 86].

French (Bailly abrégé)

υκος (ἡ) :
vermillon ; incarnat.
Étymologie: DELG emprunt oriental certain ; cf. skr. sinduram « cinabre », assyr. sâmtu, sându qui désignerait une pierre rouge.

Greek Monolingual

(I)
-υκος και σάνδιξ, -ικος, ἡ, Α
λαμπερό ερυθρό χρώμα
2. είδος αλοιφής, πιθ. μίγμα οξειδίου του ψευδαργύρου και ανθρακικού άλατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., ανατολικής προέλευσης. Πρόκειται για λ. με ευρεία διάδοση, η οποία συνδέεται με αρχ. ινδ. sindūram «κόκκινο χρώμα», ασσυριακό samtu, sandu «είδος κόκκινης πέτρας» και πιθ. με την λ. σανδαράκη. Την λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. sandyx)].———————— (II)
-υκος, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) μικρή θήκη, σεντουκάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., η οποία μάλλον δεν πρέπει να συνδεθεί με το σάνδυξ (Ι)].