ῥυτόν: Difference between revisions

From LSJ

Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib

Menander, Monostichoi, 324
(Bailly1_4)
(36)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (τό) :<br />rhyton, <i>vase à boire en forme de corne</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ῥυτός]]².
|btext=οῦ (τό) :<br />rhyton, <i>vase à boire en forme de corne</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ῥυτός]]².
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> το [[φυτό]] [[απήγανος]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ [[ῥυτά]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τὰ στέμφυλα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με [[ρυτή]], αν δεν πρόκειται για παρεφθαρμένο τύπο].
}}
}}

Revision as of 12:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῡτόν Medium diacritics: ῥυτόν Low diacritics: ρυτόν Capitals: ΡΥΤΟΝ
Transliteration A: rhytón Transliteration B: rhyton Transliteration C: ryton Beta Code: r(uto/n

English (LSJ)

τό,= πήγανον, Cratin.270; cf. ῥυτή.
ῥῠτόν, τό,

   A v. ῥῠτός 11.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῡτόν: τό, = πήγανον, Κρατῖνος ἐν «Ὥραις» 16, ἔνθα ἴδε Meineke· ἴδε ῥῡτή. - Καθ’ Ἡσύχ. «ῥυτά· τὰ στέμφυλα».

French (Bailly abrégé)

οῦ (τό) :
rhyton, vase à boire en forme de corne.
Étymologie: ῥυτός².

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. το φυτό απήγανος
2. στον πληθ. τὰ ῥυτά
(κατά τον Ησύχ.) «τὰ στέμφυλα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με ρυτή, αν δεν πρόκειται για παρεφθαρμένο τύπο].