σαύνιον: Difference between revisions
ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters
(Bailly1_4) |
(36) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> javelot;<br /><b>2</b> verge de l’homme.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt d’origine inconnue. | |btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> javelot;<br /><b>2</b> verge de l’homme.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt d’origine inconnue. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και σαυνίον, τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[ακόντιο]], [[ιδίως]] βαρβαρικό («θηρεύουσι δὲ σαυνία ἀφ' ἵππων βάλλοντες», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (με κωμ. σημ.) το ανδρικό [[μόριο]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σαθρόν, χαῡνον, ἀσθενές».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ., άγνωστης προέλευσης]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:27, 29 September 2017
English (LSJ)
or σαυνίον, τό,
A javelin, Men.508, Str.15.1.66, 15.3.18, D.S.14.27, D.H.4.17, prob. in IG22.1641.55. II membrum virile, Cratin.443.
German (Pape)
[Seite 865] od. σαυνίον, τό, wie ἀκόντιον, 1) der Wurfspieß (Samnitibus nomen factum propter genus hastae, quod σαύνια appellant Graeci, Festus), D. S. 1, 86. 14, 27. – 2) das männliche Glied, Cratin. bei Poll. 10, 143.
Greek (Liddell-Scott)
σαύνιον: ἢ σαυνίον, τό, ἀκόντιον, Μένανδρ. ἐν «Φιλαδέλφοις» 2, Στράβ. 717, 734, Διόδ. 14. 27, κτλ. Ὁ Festus ἐτυμολογεῖ τὸ Λατ. Samnites ἐκ τῆς λέξεως ταύτης, παρὰ δὲ Στράβ. 250 ὁ τύπος Σαυνῖται μνημονεύεται ὡς γνήσιος Ἑλληνικὸς τύπος (ἂν καὶ ἀλλαχοῦ φέρεται παρ’ αὐτῷ Σαννῖται, 249 κἑξ.)· οὕτω Σαυνῖτις (δηλ. χώρα), ἡ, Samnium, Πολύβ. 3. 90, 7. ΙΙ. τὸ ἀνδρικὸν αἰδοῖον, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 122. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σαυνίον· ἀκόντιον βαρβαρικόν, καὶ σαθρόν, χαῦνον, ἀσθενὲς παρὰ Κρατίνῳ».
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 javelot;
2 verge de l’homme.
Étymologie: DELG emprunt d’origine inconnue.
Greek Monolingual
και σαυνίον, τὸ, Α
1. ακόντιο, ιδίως βαρβαρικό («θηρεύουσι δὲ σαυνία ἀφ' ἵππων βάλλοντες», Στράβ.)
2. μτφ. (με κωμ. σημ.) το ανδρικό μόριο
3. (κατά τον Ησύχ.) «σαθρόν, χαῡνον, ἀσθενές».
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., άγνωστης προέλευσης].