τρυγηφάγος: Difference between revisions

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
(Bailly1_5)
(42)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui mange les récoltes.<br />'''Étymologie:''' [[τρύγη]], [[φαγεῖν]].
|btext=ος, ον :<br />qui mange les récoltes.<br />'''Étymologie:''' [[τρύγη]], [[φαγεῖν]].
}}
{{grml
|mltxt=και [[ὀτρυγηφάγος]], -ον, Α<br />αυτός που τρέφεται με [[τρύγη]], με [[δημητριακά]], [[σιτοφάγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρύγη]] <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]]. Η λ. απαντά και με τις μορφές [[ὀτρυγηφάγος]] και <i>ἀτρυγηφάγος</i>, οι οποίες παραμένουν δυσερμήνευτες (<b>βλ.</b> και λ. [[τρύγη]])].
}}
}}

Revision as of 12:51, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῠγηφάγος Medium diacritics: τρυγηφάγος Low diacritics: τρυγηφάγος Capitals: ΤΡΥΓΗΦΑΓΟΣ
Transliteration A: trygēphágos Transliteration B: trygēphagos Transliteration C: trygifagos Beta Code: trughfa/gos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A devouring crops, Plu.2.730b; also ἀ-τρυγηφάγος, Hsch.; ὀ-τρυγηφάγος, Archil.97.

Greek (Liddell-Scott)

τρῠγηφάγος: [ᾰ], -ον = σιτοφάγος, οὔτε σκάρον τρυγηφάγον Πλούτ. 2. 730Β· ὡσαύτως, ἀ-τρυγηφάγος, «ἀτρυγηφάγου· πολυφάγου» Ἡσύχ.· ὀ-τρυγηφάγος, ἀδηφάγου κήλωνος ὀτρυγηφάγου Εὐστ. 1003. 60.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui mange les récoltes.
Étymologie: τρύγη, φαγεῖν.

Greek Monolingual

και ὀτρυγηφάγος, -ον, Α
αυτός που τρέφεται με τρύγη, με δημητριακά, σιτοφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρύγη + -φάγος. Η λ. απαντά και με τις μορφές ὀτρυγηφάγος και ἀτρυγηφάγος, οι οποίες παραμένουν δυσερμήνευτες (βλ. και λ. τρύγη)].