συμπληθύνω: Difference between revisions

From LSJ

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
(Bailly1_5)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=compléter, augmenter, multiplier.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πληθύνω]].
|btext=compléter, augmenter, multiplier.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πληθύνω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[συντελώ]] στην [[αύξηση]] της ποσότητας ενός πράγματος<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> [[σχηματίζω]] [[επίσης]] στον τύπο του πληθυντικού αριθμού («συμπληθύνειν τῷ ὀνόματι τὸ [[ἄρθρον]]», Απολλ. Δύσκ.)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>συμπληθύνομαι</i><br />(για [[λέξη]]) σχηματίζομαι στον πληθυντικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πληθύνω]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλῆθος]])].
}}
}}

Revision as of 12:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπληθύνω Medium diacritics: συμπληθύνω Low diacritics: συμπληθύνω Capitals: ΣΥΜΠΛΗΘΥΝΩ
Transliteration A: symplēthýnō Transliteration B: symplēthynō Transliteration C: symplithyno Beta Code: sumplhqu/nw

English (LSJ)

[ῡ],

   A help to increase, X.Oec.18.2.    2 Pass., to be multiplied as well as, c. dat., Procl.in Prm.p.546S.    II give plural form to as well, σ. τῷ ὀνόματι τὸ ἄρθρον A.D.Synt.54.17:— Pass., take plural forms, ib.205.1.

German (Pape)

[Seite 988] = Folgdm, Xen. Oec. 18, 2.

Greek (Liddell-Scott)

συμπληθύνω: [ῡ], πληθύνωαὐξάνω ὁμοῦ, Ξεν. Οἰκ. 18, 2. ΙΙ. Παθ., λαμβάνω τὸν πληθυντικὸν ἀριθμόν, Ἀπολλών. π. Συντάξ. 205.

French (Bailly abrégé)

compléter, augmenter, multiplier.
Étymologie: σύν, πληθύνω.

Greek Monolingual

Α
1. συντελώ στην αύξηση της ποσότητας ενός πράγματος
2. γραμμ. σχηματίζω επίσης στον τύπο του πληθυντικού αριθμού («συμπληθύνειν τῷ ὀνόματι τὸ ἄρθρον», Απολλ. Δύσκ.)
3. παθ. συμπληθύνομαι
(για λέξη) σχηματίζομαι στον πληθυντικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πληθύνω (< πλῆθος)].