σπουδαστικός: Difference between revisions
(Bailly1_4) |
(38) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />grave, sérieux;<br /><i>Cp.</i> σπουδαστικώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[σπουδάζω]]. | |btext=ή, όν :<br />grave, sérieux;<br /><i>Cp.</i> σπουδαστικώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[σπουδάζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[σπουδαστικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[σπουδαστός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις σπουδές ή στους σπουδαστές<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> «το σπουδαστικό»<br />(στο [[παρελθόν]]) ειδική [[υπηρεσία]] της ασφάλειας που είχε ως κύρια [[αποστολή]] της την [[παρακολούθηση]] τών σπουδαστών στα σχολεία και στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας<br /><b>αρχ.</b><br />[[πρόθυμος]], [[μεθοδικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σπουδαστικῶς</i> Α<br />με ζήλο, με [[προθυμία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:31, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A zealous, earnest, opp. φιλοπαίσμων, Pl.R.452e; σπουδαστικώτεροι Arist.Rh.1391a25. Adv. -κῶς, ἔχειν Plu.2.613a.
German (Pape)
[Seite 925] eifrig, ernsthaft; Ggstz φιλοπαίσμων, Plat. Rep. V, 452 e; σπουδαστικῶς ἔχειν, Plut. Symp. 1, 1, 1.
Greek (Liddell-Scott)
σπουδαστικός: -ή, -όν, ζηλωτής, πρόθυμος, δραστήριος, ἀντίθετον τῷ φιλοπαίγμων, Πλάτ. Πολ. 452Ε· σπουδαστικώτεροι Ἀριστ. Ρητ. 2. 17, 3. - Ἐπίρρ., σπουδαστικῶς ἔχειν Πλούτ. 2. 613Α.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
grave, sérieux;
Cp. σπουδαστικώτερος.
Étymologie: σπουδάζω.
Greek Monolingual
-ή, -ό / σπουδαστικός, -ή, -όν, ΝΑ σπουδαστός
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις σπουδές ή στους σπουδαστές
2. το ουδ. ως ουσ. «το σπουδαστικό»
(στο παρελθόν) ειδική υπηρεσία της ασφάλειας που είχε ως κύρια αποστολή της την παρακολούθηση τών σπουδαστών στα σχολεία και στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας
αρχ.
πρόθυμος, μεθοδικός.
επίρρ...
σπουδαστικῶς Α
με ζήλο, με προθυμία.