χαραδριός: Difference between revisions

From LSJ

Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab

Menander, Monostichoi, 152
(Bailly1_5)
(46)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />pluvier, <i>oiseau de ravin</i>.<br />'''Étymologie:''' [[χαράδρα]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />pluvier, <i>oiseau de ravin</i>.<br />'''Étymologie:''' [[χαράδρα]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ, και [[χαλαδριός]] Μ<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]], [[τυπικό]] της οικογένειας [[χαραδριίδες]], σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], παρυδάτιων χαραδριόμορφων πτηνών, γνωστό [[σήμερα]] με τις κοινές ονομασίες [[σφυριχτής]] ή [[κιτρινοπούλι]]<br /><b>αρχ.</b><br />(μτφ) [[αδηφάγος]], [[λαίμαργος]] [[άνθρωπος]] («χαραδριοῦ βίον ζῆν», παροιμ. φρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χαράδρα]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιός</i> που απαντά και σε άλλες ονομασίες πτηνών (<b>πρβλ.</b> <i>αἰγυπ</i>-<i>ιός</i>, <i>ἐρωδ</i>-<i>ιός</i>). Ως όρος της ζωολ., στη νεοελλ., η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> νεολατ. <i>charadrius</i>].
}}
}}

Revision as of 12:50, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰραδριός Medium diacritics: χαραδριός Low diacritics: χαραδριός Capitals: ΧΑΡΑΔΡΙΟΣ
Transliteration A: charadriós Transliteration B: charadrios Transliteration C: charadrios Beta Code: xaradrio/s

English (LSJ)

ὁ, a

   A bird, prob. the thickknee or Norfolk plover, Charadrius oedicnemus, Ar.Av.266,1141, Hp.Int.37, Arist.HA593b15, 615a1, LXXLe.11.19, De.14.17(18); it was very greedy, hence prov. χαραδριοῦ βίον ζῆν, of a glutton, Pl.Grg.494b; the sight of it was held to be a cure for the jaundice, cf. Hippon.52, Plu.2.681c, Ael.NA17.13.

German (Pape)

[Seite 1335] ὁ, ein gelblicher Vogel, dem Brachvogel ähnlich, der in Erdspalten u. Klüften wohnt, vielleicht der Regenpfeifer; Ar. Av. 266. 1141; Babr. 88, 2; er galt für sehr gefräßig, dah. sprichwörtlich χαραδριοῦ βίος Plat. Gorg. 494 b. – Schon sein bloßer Anblick galt für ein sicheres Mittel gegen die Gelbsucht, Ael. H. A. 17, 13.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰραδριός: ὁ, πτηνόν τι ὑποκίτρινον οἰκοῦν ἐν χαράδραις, κατὰ τὸν Sundevall, τὸ Ἀγγλ. stone-curlew ἢ thick-kneed bustard, Charadrius Oedicnemus, Ἱππῶναξ 36, Ἀριστοφ. Ὄρν. 266. 1141, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3. 14, 9. 11, 2. Ἦτο δὲ πολὺ λαίμαργον ὅθενπαροιμία: χαραδριοῦ βίον ζῆν, ἐπὶ ἀδηφάγου ἀνθρώπου, Πλάτ. Γοργ. 494Β, ἔνθα ἴδε Stallb. Ἐνομίζετο δὲ ὅτι ὁ ἰκτερικὸς (ὁ πάσχων ἀπὸ «κιτρινάδα») ἐθεραπεύετο ἐὰν ἔβλεπε τὸ πτηνὸν τοῦτο, Πλούτ. 2. 681C, Αἰλιαν. π. Ζῴων 17. 13· πρβλ. ἴκτερος ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
pluvier, oiseau de ravin.
Étymologie: χαράδρα.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και χαλαδριός Μ
ζωολ. γένος, τυπικό της οικογένειας χαραδριίδες, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, παρυδάτιων χαραδριόμορφων πτηνών, γνωστό σήμερα με τις κοινές ονομασίες σφυριχτής ή κιτρινοπούλι
αρχ.
(μτφ) αδηφάγος, λαίμαργος άνθρωπος («χαραδριοῦ βίον ζῆν», παροιμ. φρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαράδρα + επίθημα -ιός που απαντά και σε άλλες ονομασίες πτηνών (πρβλ. αἰγυπ-ιός, ἐρωδ-ιός). Ως όρος της ζωολ., στη νεοελλ., η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. charadrius].