ὑπεραής: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
(Bailly1_5)
(43)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui souffle avec violence.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[ἄημι]].
|btext=ής, ές :<br />qui souffle avec violence.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[ἄημι]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />(για θυελλώδη άνεμο) αυτός που πνέει με [[μεγάλη]] [[σφοδρότητα]] από [[πάνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>αής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄημι]] «[[φυσώ]]», πιθ. μέσω ενός σιγμόληκτου ουδ., <b>πρβλ.</b> τον τ. του <b>Ησύχ.</b> <i>ἄος</i><br />[[πνεῦμα]]), <b>πρβλ.</b> <i>δυσ</i>-<i>αής</i>, <i>εὐ</i>-<i>αής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερᾱής Medium diacritics: ὑπεραής Low diacritics: υπεραής Capitals: ΥΠΕΡΑΗΣ
Transliteration A: hyperaḗs Transliteration B: hyperaēs Transliteration C: yperais Beta Code: u(perah/s

English (LSJ)

ές, gen. έος, (ἄημι)

   A blowing hard, ἄελλα Il.11.297.

German (Pape)

[Seite 1190] ές, gen. έος, von oben herab od. überaus stark wehend, ἄελλα Il. 11, 297.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερᾱής: -ές, γεν. έος, (ἄημι) ὁ πνέως ἰσχυρῶς, ἄελλα Ἰλ. Λ. 297. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπεραεῖ· ὑπεράγοντι κατὰ τὴν πνοήν».

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui souffle avec violence.
Étymologie: ὑπέρ, ἄημι.

Greek Monolingual

-ές, Α
(για θυελλώδη άνεμο) αυτός που πνέει με μεγάλη σφοδρότητα από πάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -αής (< ἄημι «φυσώ», πιθ. μέσω ενός σιγμόληκτου ουδ., πρβλ. τον τ. του Ησύχ. ἄος
πνεῦμα), πρβλ. δυσ-αής, εὐ-αής].