χαριτογλωσσέω: Difference between revisions
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
(Bailly1_5) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br />faire le gracieux <i>ou</i> l’aimable en paroles.<br />'''Étymologie:''' [[χάρις]], [[γλῶσσα]]. | |btext=-ῶ :<br />faire le gracieux <i>ou</i> l’aimable en paroles.<br />'''Étymologie:''' [[χάρις]], [[γλῶσσα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χᾰρῐτογλωσσέω:''' Αττ. -ττέω([[γλῶσσα]]), [[μιλώ]] για να ευχαριστήσω, [[κολακεύω]] με τη [[γλώσσα]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 30 December 2018
English (LSJ)
Att. χαριτογλωττέω,
A speak to please, A.Pr.296 (anap.), Ath.4.164b, Sch.E.Or.1514 (v.l. χαριτογλώττιζεις).
German (Pape)
[Seite 1339] att. -ττέω, zu Gefallen, nach dem Munde reden, Aesch. Prom. 294.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰριτογλωσσέω: Ἀττ. -ττέω, πρὸς χάριν λέγω, ἡδυγλωττῶ, ἡδυλογῶ, ὁμιλῶ κολακευτικῶς, λέγω γλυκὰ λόγια, γνώσει δὲ τάδ’ ὡς ἔτυμ’, οὐδὲ μάτην χαριτογλωσσεῖν ἔνι μοι Αἰσχύλ. Προμ. 294, ἔνθα ὁ Σχολια. ἑρμην.: «χαριτογλωσσεῖν, μέχρι γλώσσης χαρίζεσθαί σοι καὶ οὐκ ἔργοις» Ἀθην. 146Β, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1514 (διαφ. γραφ. χαριτογλωττίζεις).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
faire le gracieux ou l’aimable en paroles.
Étymologie: χάρις, γλῶσσα.
Greek Monotonic
χᾰρῐτογλωσσέω: Αττ. -ττέω(γλῶσσα), μιλώ για να ευχαριστήσω, κολακεύω με τη γλώσσα, σε Αισχύλ.