συνωχαδόν: Difference between revisions
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
(Bailly1_5) |
(40) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>adv.</i><br />d’une manière continue, immédiatement, aussitôt.<br />'''Étymologie:''' [[συνέχω]], -δον. | |btext=<i>adv.</i><br />d’une manière continue, immédiatement, aussitôt.<br />'''Étymologie:''' [[συνέχω]], -δον. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> (<b>ποιητ. τ.</b>) <b>χρον.</b> [[συνεχώς]], αδιάκοπα, αδιάλειπτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> θ. <i>ωχ</i>- της εκτεταμένης - ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. <i>ἔχω</i> <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>αδόν</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ὠμ</i>-<i>αδόν</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:56, 29 September 2017
English (LSJ)
Adv., (συνέχω) poet. for συνοχηδόν, of Time,
A perpetually, continually, Hes.Th.690, Q.S.14.517.--On the form, v. A.D. Adv.196.14.
Greek (Liddell-Scott)
συνωχᾰδόν: Ἐπίρρ. (συνέχω) ποιητ. ἀντὶ συνοχηδόν, ἐπὶ χρόνου, συνεχῶς, διαρκῶς, ἀδιακόπως, Ἡσ. Θ. 690, Κόϊντ. Σμ. 14. 517· ― κατ’ ἄλλους, τοῦ λοιποῦ, ἐν τῷ μέλλοντι εὐθύς. ― Περὶ τοῦ τύπου ἴδε Α. Β. 609, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 701.
French (Bailly abrégé)
adv.
d’une manière continue, immédiatement, aussitôt.
Étymologie: συνέχω, -δον.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. (ποιητ. τ.) χρον. συνεχώς, αδιάκοπα, αδιάλειπτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θ. ωχ- της εκτεταμένης - ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. ἔχω + επιρρμ. κατάλ. -αδόν (πρβλ. ὠμ-αδόν)].