ταπεινότης: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219
(Bailly1_5)
(6)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ητος (ἡ) :<br /><b>1</b> manque d’élévation, <i>particul.</i> petite taille;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> basse condition, humilité;<br /><b>3</b> <i>en mauv. part</i> bassesse de caractère, de sentiments.<br />'''Étymologie:''' [[ταπεινός]].
|btext=ητος (ἡ) :<br /><b>1</b> manque d’élévation, <i>particul.</i> petite taille;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> basse condition, humilité;<br /><b>3</b> <i>en mauv. part</i> bassesse de caractère, de sentiments.<br />'''Étymologie:''' [[ταπεινός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τᾰπεινότης:''' -ητος, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[χαμηλότητα]] αναστήματος, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[κατάσταση]], ταπεινή [[κατάσταση]], [[εξευτελισμός]], σε Θουκ., Ισοκρ.<br /><b class="num">3.</b> [[κατάπτωση]] διάθεσης, [[αθυμία]], σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> με [[ηθική]] [[σημασία]], [[χαμέρπεια]], [[αχρειότητα]], [[ευτέλεια]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 02:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰπεινότης Medium diacritics: ταπεινότης Low diacritics: ταπεινότης Capitals: ΤΑΠΕΙΝΟΤΗΣ
Transliteration A: tapeinótēs Transliteration B: tapeinotēs Transliteration C: tapeinotis Beta Code: tapeino/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A lowness of position, etc., ταπεινότητος εἵνεκα Hdt.4.22; τ. τῆς χώρας D.S.1.31; τῆς μήτρας Placit.5.14.2.    2 of condition, low estate, abasement, Th.7.75; εἰς τοσαύτην τ. καταστῆσαι Isoc.4.118, cf. D.10.74, Men.531.12, LXX Si.13.20, Phld.D.1.11.    3 lowness of spirits, dejection, σιωπήν τε καὶ τ. X.HG3.5.21.    4 in moral sense, baseness, vileness, Pl.Plt.309a; joined with μικροψυχία, Arist.Rh.1384a4.    5 of style, meanness, Quint. Inst.8.3.48.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰπεινότης: -ητος, ἡ, χαμηλότης, ταπεινότητος εἵνεκα Ἡρόδ. 4. 22· τ. τῆς χώρας Διόδ. 1. 31. 2) ἐπὶ καταστάσεως, ταπεινὴ κατάστασις, εὐτέλεια, Θουκ. 7. 75· εἰς τοσαύτην τ. καθιστάναι Ἰσοκρ. 65Β. 3) κατάπτωσις τῆς διαθέσεως, ἀθυμία, σιωπήν τε καὶ τ. Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 21. 4) ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, χαμέρπεια, ἀθλιότης, Πλάτ. Πολιτ. 309Α· ἡνωμένον μετὰ τοῦ μικροψυχία, Ἀριστ. Ρητορ. 2, 6, 10· μετὰ τοῦ ἀδοξία, Δημ. 151. 9.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
1 manque d’élévation, particul. petite taille;
2 p. anal. basse condition, humilité;
3 en mauv. part bassesse de caractère, de sentiments.
Étymologie: ταπεινός.

Greek Monotonic

τᾰπεινότης: -ητος, ἡ,
1. χαμηλότητα αναστήματος, σε Ηρόδ.
2. λέγεται για κατάσταση, ταπεινή κατάσταση, εξευτελισμός, σε Θουκ., Ισοκρ.
3. κατάπτωση διάθεσης, αθυμία, σε Ξεν.
4. με ηθική σημασία, χαμέρπεια, αχρειότητα, ευτέλεια, σε Πλάτ.