ὕπαφρος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἔθνος τὸ ἐπὶ τῆς γῆς λιθοβολήσουσιν αὐτὸν ἐν λίθοις → the people of the land shall stone them to death

Source
(Bailly1_5)
(6)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>en parl. des yeux</i> humide, mouillé de larmes.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἀφρός]].
|btext=ος, ον :<br /><i>en parl. des yeux</i> humide, mouillé de larmes.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἀφρός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὕπαφρος:''' -ον, κάπως [[αφρώδης]], [[ὄμμα]] ὕπαφρον, [[μάτι]] θολό από δάκρυα, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 20:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὕπαφρος Medium diacritics: ὕπαφρος Low diacritics: ύπαφρος Capitals: ΥΠΑΦΡΟΣ
Transliteration A: hýpaphros Transliteration B: hypaphros Transliteration C: ypafros Beta Code: u(/pafros

English (LSJ)

ον,

   A frothy, πέλαγος Sch.BT Il.14.16; πτύσματα Gal.9.564.    II = κρυφαῖος, Heraclid. Tarent. ap. Erot., who cites Hp.de Arte10, S.Frr.236,312; so ὕπαφρον ὄμμ' ἔχων (of Odysseus) in E.Rh.711 (lyr.), acc. to Sch.; Hsch. explains by τὸ μὴ φανερόν, also κρύφιον καὶ ὕπουλον, and τὸ ὑγρασίαν ἔχον ἐμφερῆ ἀφρῷ (i.e. blear-eyed in E. l.c.). [ὕπαφρον codd. Hp., E., Hsch., Phot.; ὕποφρος (-ον) codd.Erot.; in Hp. this sense hardly fits, and Littré accepts Schneider's cj. ὑπόφορον 'pierced with ducts'.]

Greek (Liddell-Scott)

ὕπαφρος: -ον, ὀλίγον τι ἀφρώδης. πέλαγος Σχολ. εἰς Ἰλ. Ξ. 16· ὄμμα ὕπ., τεθολωμένον ὑπὸ δακρύων, Εὐρ. Ρήσ. 711. ΙΙ. ὁ ἔχων ἀφροὺς κάτωθεν, Ἱππ. 6. 37· - ἐν τῷ χωρίῳ τούτῳ καὶ ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 226, τὴν λέξιν παρεμόρφωσεν ὁ Ἐρωτιανὸς εἰς ὕποφρος, καὶ ἡρμήνευσε διὰ τοῦ κορυφαῖος. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὕπαφρον τὸ μὴ φανερὸν ὕπαφρον λέγουσιν, ἄλλοι ὕπαφρον τὸ ὑγρασίαν ἔχον ἐμφερῆ ἀφρῷ· ἔνιοι κρύφιον καὶ ὕπουλον τὸ ὕπαφρον».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
en parl. des yeux humide, mouillé de larmes.
Étymologie: ὑπό, ἀφρός.

Greek Monotonic

ὕπαφρος: -ον, κάπως αφρώδης, ὄμμα ὕπαφρον, μάτι θολό από δάκρυα, σε Ευρ.