χειρόμακτρον: Difference between revisions
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
(Bailly1_5) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br />essuie-mains, serviette.<br />'''Étymologie:''' [[χείρ]], [[μάσσω]]. | |btext=ου (τό) :<br />essuie-mains, serviette.<br />'''Étymologie:''' [[χείρ]], [[μάσσω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χειρόμακτρον:''' τό, ύφασμα για το [[σκούπισμα]] των χεριών, [[πετσέτα]], [[πετσέτα]] φαγητού, Λατ. [[mantile]], σε Ηρόδ., Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:36, 31 December 2018
English (LSJ)
τό,
A cloth for wiping the hands, towel, napkin, Hdt.4.64, Ar.Fr.502, X.Cyr.1.3.5, PCair.Zen. 87.8, al. (iii B.C.): the Scythians used scalps as χειρόμακτρα, Hdt.l.c.: hence Σκυθιστὶ χ. ἐκκεκαρμένος S.Fr.473. II head-cloth, used by women, Sapph.44, Hecat.358 J., and perhaps so in Hdt.2.122, χ. χρύσεον, [Written χειρώμακτρον PRev.Laws 94.4 (iii B.C.), PEnteux.38.3,9 (iii B.C.), but χειρόμακτρον PCair.Zen. Il.cc. (iii B.C.): -ω- might be due to 'contamination' with the root of ὀμόργ-νυμι.]
German (Pape)
[Seite 1346] τό, 1) Tuch zum Abwischen der Hände, Handtuch, Serviette; Her. 2, 122. 4, 64; Soph. frg. 420; Xen. Cyr. 1, 3,5; Sp., wie Luc. merc. cond. 15. – 2) eine Art Kopftuch der Frauen, Sappho frg. 25 nach Ath. IX, 410 d, vgl. Alciphr. 3, 46.
Greek (Liddell-Scott)
χειρόμακτρον: τό, ὡς καὶ νῦν, μάκτρον τῆς χειρός, τεμάχιον ὑφάσματος, δι’ οὗ ἀπομάσσει τις ἢ σπογγίζει τὰς χεῖρας, μανδήλιον ἢ «πετσέτα», «μπόλια», Λατ. mantile Ἡρόδ. 4. 64, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 427, Ξεν. Κύρου Παιδ. 1. 3, 5· - οἱ Σκύθαι μετεχειρίζοντο τὰ δέρματα τῶν κεφαλῶν τῶν ἁλισκομένων πολεμίων ὡς χειρόμακτρα, Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., ὅθεν ἡ φράσις Σκυθιστὶ χειρόμακτρον ἐκκεκαρμένος Σοφ. Ἀποσπ. 420· πρβλ. Σκυθίζω. ΙΙ. εἶδος κεφαλοδέσμου ἢ καλύπτρας τῆς κεφαλῆς τῶν γυναικῶν, Σαπφὼ 50, Ἑκαταῖος 329, καὶ ἴσως οὕτως ἐν Ἡρόδ. 2. 122, χ. χρύσεον.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
essuie-mains, serviette.
Étymologie: χείρ, μάσσω.
Greek Monotonic
χειρόμακτρον: τό, ύφασμα για το σκούπισμα των χεριών, πετσέτα, πετσέτα φαγητού, Λατ. mantile, σε Ηρόδ., Ξεν.