φίλαθλος: Difference between revisions

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
(Bailly1_5)
(45)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui aime les luttes.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[ἆθλος]].
|btext=ος, ον :<br />qui aime les luttes.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[ἆθλος]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο/ [[φίλαθλος]], -ον, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. [[φιλάεθλος]] Α<br />αυτός που αγαπά τα αθλητικά αγωνίσματα και, γενικά, τον αθλητισμό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[φίλαθλος]]·[[οπαδός]] αθλητικού σωματείου («οι φίλαθλοι τών δύο ομάδων συνεπλάκησαν [[μετά]] τον αγώνα»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που επιδίδεται σε αθλητικά αγωνίσματα ή παιχνίδια<br /><b>2.</b> [[φιλόπονος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἆθλος]] / [[ἄεθλος]]].
}}
}}

Revision as of 13:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλαθλος Medium diacritics: φίλαθλος Low diacritics: φίλαθλος Capitals: ΦΙΛΑΘΛΟΣ
Transliteration A: phílathlos Transliteration B: philathlos Transliteration C: filathlos Beta Code: fi/laqlos

English (LSJ)

ον,

   A fond of games (i e. as a competitor), Ph.1.268, Ptol.Tetr.166; θεός Plu. 2.724b: metaph., fond of exertion, διάνοια, νοῦς, Ph.1.543,523; also γυμνάσια φ. IG3.1344.

German (Pape)

[Seite 1274] den Kampf liebend, Plut. u. a. Sp.; VLL. erkl. φιλόπονος. S. auch φιλάεθλος.

Greek (Liddell-Scott)

φίλαθλος: -ον, ὁ φιλῶν τοὺς ἄθλους, Πλούτ. 2. 724Β, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 113, Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime les luttes.
Étymologie: φίλος, ἆθλος.

Greek Monolingual

-η, -ο/ φίλαθλος, -ον, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. φιλάεθλος Α
αυτός που αγαπά τα αθλητικά αγωνίσματα και, γενικά, τον αθλητισμό
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο φίλαθλος·οπαδός αθλητικού σωματείου («οι φίλαθλοι τών δύο ομάδων συνεπλάκησαν μετά τον αγώνα»)
αρχ.
1. αυτός που επιδίδεται σε αθλητικά αγωνίσματα ή παιχνίδια
2. φιλόπονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἆθλος / ἄεθλος].