φλίβω: Difference between revisions

From LSJ

ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.

Source
(Bailly1_5)
(45)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f. Moy. 3ᵉ sg.</i> φλίψεται;<br /><i>éol. et ion. c.</i> [[θλίβω]].
|btext=<i>f. Moy. 3ᵉ sg.</i> φλίψεται;<br /><i>éol. et ion. c.</i> [[θλίβω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />(<b>αιολ. τ.</b>) [[θλίβω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαϊκός [[σπάνιος]] τ. ρήματος, παρλλ. του ρ. [[θλίβω]] (<b>πρβλ.</b> <i>φλῶ</i>: <i>θλῶ</i>), ο [[οποίος]] μπορεί να συνδεθεί με τα λατ. <i>fligo</i> «[[χτυπώ]]», λετ(ον)νικά <i>bliezt</i> «[[χτυπώ]]», ρωσ. <i>blizna</i> «[[ουλή]]», τα οποία, [[ωστόσο]], δεν μπορούν να αναχθούν σε μια ΙΕ [[ρίζα]] με [[βεβαιότητα]] καθορισμένη, [[αφού]] και μια [[μορφή]] ρίζας <i>bhl</i><i>ī</i><i>ĝ</i>- «[[χτυπώ]], [[τινάζω]]», που έχει προταθεί, παραμένει υποθετική (<b>βλ.</b> και λ. <i>φλῶ</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:45, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλίβω Medium diacritics: φλίβω Low diacritics: φλίβω Capitals: ΦΛΙΒΩ
Transliteration A: phlíbō Transliteration B: phlibō Transliteration C: flivo Beta Code: fli/bw

English (LSJ)

[ῑ],

   A = θλίβω, Act., only impf. in Hsch.:—Med., ὃς πολλῇς φλιῇσι παραστὰς φλίψεται ὤμους Od.17.221 (θλίψεται codd. plurimi):—Pass., Hp.Loc.Hom.13, Theoc.15.76.

German (Pape)

[Seite 1292] äol. u. ion. = θλίβω, Theocr. 15, 76; bei Hom. Od. 17, 221 ist jetzt θλίψεται hergestellt.

Greek (Liddell-Scott)

φλίβω: [ῑ], διαλεκτικὸς τύπος τοῦ θλίβω, Θεόκρ. 15. 76, διάφ. γραφ. ἐν Ὀδ. Ρ. 221 (ἔνθα νῦν φέρεται θλίβεται), πρβλ. Foës. Oec. Hipp.

French (Bailly abrégé)

f. Moy. 3ᵉ sg. φλίψεται;
éol. et ion. c. θλίβω.

Greek Monolingual

Α
(αιολ. τ.) θλίβω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκός σπάνιος τ. ρήματος, παρλλ. του ρ. θλίβω (πρβλ. φλῶ: θλῶ), ο οποίος μπορεί να συνδεθεί με τα λατ. fligo «χτυπώ», λετ(ον)νικά bliezt «χτυπώ», ρωσ. blizna «ουλή», τα οποία, ωστόσο, δεν μπορούν να αναχθούν σε μια ΙΕ ρίζα με βεβαιότητα καθορισμένη, αφού και μια μορφή ρίζας bhlīĝ- «χτυπώ, τινάζω», που έχει προταθεί, παραμένει υποθετική (βλ. και λ. φλῶ)].