φύρδην: Difference between revisions

From LSJ

μέτρον γὰρ τοῦ βίου τὸ καλόν, οὐ τὸ τοῦ χρόνου μῆκος → for life's measure is its beauty not its length (Plutarch, Consolatio ad Apollonium 111.D.4)

Source
(Bailly1_5)
(45)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />pêle-mêle, confusément.<br />'''Étymologie:''' [[φύρω]].
|btext=<i>adv.</i><br />pêle-mêle, confusément.<br />'''Étymologie:''' [[φύρω]].
}}
{{grml
|mltxt=ΝΑ, και δωρ. τ. φύρδαν Α<br /><b>επίρρ.</b> <b>νεοελλ.</b> <b>φρ.</b> «[[φύρδην]] [[μίγδην]]» — [[τελείως]] ανακατεμένα, ανάκατα, με πλήρη [[ακαταστασία]] ή σε πλήρη [[σύγχυση]]<br /><b>αρχ.</b><br />ανακατεμένα, ακατάστατα (α. «[[φύρδην]] ἐμάχοντο καὶ πεζοὶ καὶ ἱππεῑς», <b>Ξεν.</b><br />β. «[[φύρδην]] [[πάντα]] ἐπράττετο», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φύρω]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>δην</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μίγ</i>-<i>δην</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:45, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φύρδην Medium diacritics: φύρδην Low diacritics: φύρδην Capitals: ΦΥΡΔΗΝ
Transliteration A: phýrdēn Transliteration B: phyrdēn Transliteration C: fyrdin Beta Code: fu/rdhn

English (LSJ)

Dor. φύρδαν S.Fr.210.39 (lyr.), AP7.531 (Antip. Thess.):—Adv.

   A in utter confusion, A.Pers.812; φ. μάχεσθαι X.Cyr. 7.1.37; σεσωρεῦσθαι Plb.16.8.9; πάντα εἰκῇ καὶ φ. ἐπράττετο Id.30.11.6; σύρει φ. drags headlong, S. l.c.    2 (φύρω 1) with defilement, σίδαρον . . φ. μεστὸν ἔχουσα φόνου APl.c.; φ. τείρων φῶτας ἐκβιάζεται Keil-Premerstein Erster Bericht p.9.

German (Pape)

[Seite 1316] adv., gemischt, vermischt, geknetet, verwirrt, unordentlich; Aesch. Pers. 798; Sp., σίδαρον φύρδαν μεστὸν ἔχουσα φόνου, = πεφυρμένον, Antp. Th. 26 (VII, 531); auch in Prosa, φ. μάχεσθαι Xen. Cyr. 7, 1,37; Pol. 16, 8,9; φύρδην πάντα ἐπράττετο 30, 14, 6.

Greek (Liddell-Scott)

φύρδην: ἐπίρρ. (φύρω) μεμιγμένως, ἐν τελείᾳ συγχύσει, δαιμόνων ἱδρύματα πρόρριζα φύρδην ἐξανέστραπται βάθρων Αἰσχύλ. Πέρσ. 812· φύρδην ἐμάχοντο καὶ πεζοὶ καὶ ἱππεῖς Ξεν. Κύρου Παιδ. 71, 37· φ. πάντα ἐπράττετο Πολύβ. 30. 14, 6 ― ἐν τῷ, Δωρ. τύπῳ φύρδαν, Ἀνθ. Παλατ. 7. 531.

French (Bailly abrégé)

adv.
pêle-mêle, confusément.
Étymologie: φύρω.

Greek Monolingual

ΝΑ, και δωρ. τ. φύρδαν Α
επίρρ. νεοελλ. φρ. «φύρδην μίγδην» — τελείως ανακατεμένα, ανάκατα, με πλήρη ακαταστασία ή σε πλήρη σύγχυση
αρχ.
ανακατεμένα, ακατάστατα (α. «φύρδην ἐμάχοντο καὶ πεζοὶ καὶ ἱππεῑς», Ξεν.
β. «φύρδην πάντα ἐπράττετο», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύρω + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. μίγ-δην)].