αἰψηρός: Difference between revisions

From LSJ

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182
(Autenrieth)
(21)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[αἶψα]]): [[quick]](ly), used [[with]] the [[sense]] of the adv.; λῦσεν δ' ἀγορὴν αἰψηρήν, Il. 19.276, Od. 2.257; αἰψηρὸς δὲ [[κόρος]], ‘[[soon]]’ comes, Od. 4.103.
|auten=([[αἶψα]]): [[quick]](ly), used [[with]] the [[sense]] of the adv.; λῦσεν δ' ἀγορὴν αἰψηρήν, Il. 19.276, Od. 2.257; αἰψηρὸς δὲ [[κόρος]], ‘[[soon]]’ comes, Od. 4.103.
}}
{{Slater
|sltr=[[αἰψηρός]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[sudden]] ὃς Ζεφύρου τε σιγάζει πνοὰς αἰψηράς Παρθ. 2. 17.
}}
}}

Revision as of 13:54, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰψηρός Medium diacritics: αἰψηρός Low diacritics: αιψηρός Capitals: ΑΙΨΗΡΟΣ
Transliteration A: aipsērós Transliteration B: aipsēros Transliteration C: aipsiros Beta Code: ai)yhro/s

English (LSJ)

ά, όν, (αἶψα)

   A quick, speedy, sudden, αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο satiety in grief comes soon, Od.4.103; λῦσεν δ' ἀγορὴν αἰψηρήν he dismissed the assembly in haste, Il.19.276, Od.2.257; Ζεφύρου αἰ. πνοαί Pi.Parth.2.17; πούς Lyc.515. Adv. -ῶς Aristarch. ap.Apollon.Lex. s.v. αἶψα.—Notin Trag.

Greek (Liddell-Scott)

αἰψηρός: -ά, -όν, (αἶψα) = ταχύς, ὁρμητικός, κατεσπευσμένος, αἰφνίδιος, αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο, ὁ κόρος ἐν τῇ θλίψει ἔρχεται ταχέως, Ὀδ. Δ. 103· λῦσεν δ’ ἀγορὴν αἰψηρήν, ἀπέλυσε τὴν συνέλευσιν τὴν ταχέως διαλυομένην· ὁ Ἀρίσταρχ. ὅμως ἑρμηνεύει αἰψηρῶς = ἐν σπουδῇ, Ἰλ. Τ. 276, Ὀδ. Β. 257.· ὡς τὸ θοὴν ἀλεγύνετε δαῖτα = θοῶς, Ὀδ. Θ. 38· ἄχρηστον παρ’ Ἀττ., πρβλ. λαιψηρός.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
prompt, rapide ; λύσεν δ’ ἀγορὴν αἰψηρήν IL il congédia l’assemblée qui se dispersa aussitôt.
Étymologie: αἶψα.

English (Autenrieth)

(αἶψα): quick(ly), used with the sense of the adv.; λῦσεν δ' ἀγορὴν αἰψηρήν, Il. 19.276, Od. 2.257; αἰψηρὸς δὲ κόρος, ‘soon’ comes, Od. 4.103.

English (Slater)

αἰψηρός
   1 sudden ὃς Ζεφύρου τε σιγάζει πνοὰς αἰψηράς Παρθ. 2. 17.