ἀμφαγείρομαι: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
(Autenrieth) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[gather]] [[around]], only aor. 2, θεαὶ δέ μιν ἀμφαγέροντο, Il. 18.37†. | |auten=[[gather]] [[around]], only aor. 2, θεαὶ δέ μιν ἀμφαγέροντο, Il. 18.37†. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀμφαγείρομαι]] (Α)<br />συναθροίζομαι [[γύρω]] από κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> αρχ. <i>ἀγείρομαι</i>. Οι τ. <i>ἠγερέθονται</i>, <i>ἠγερόθοντο</i> πλάστηκαν στην επική [[γλώσσα]] με [[παρεμβολή]] του σχηματιστικού επιθήματος -<i>θ</i>- και [[γενίκευση]] του <i>η</i> για μετρικούς λόγους]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:52, 29 September 2017
English (LSJ)
Med.,
A gather round, Hom. only in aor. 2, θεαὶ δέ μιν ἀμφαγέροντο Il.18.37, cf. A.R.4.1527: in later Ep. pres. ἀμφαγέρομαι Theoc.17.94, Opp.H.3.231, 4.114.
German (Pape)
[Seite 133] Hom. im aor. Iliad. 18, 37 θεαὶ δέ μιν ἀμφαγέροντο, versammelten sich um Thetis; Ap. Rh. 4, 1527; Opp. hat daraus ein praes. ἀμφαγέρονται gemacht, z. B. Hal. 3, 231.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφαγείρομαι: Μέσ. συναθροίζομαι, συνέρχομαι πέριξ, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον κατ’ ἀόρ. β΄, θεαὶ δέ μιν ἀμφαγέροντο Ἰλ. Σ.37, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1527· ἐντεῦθεν παρὰ μεταγεν. Ἐπ. εὑρίσκομεν ἐνεστ. ἀμφαγέρομαι Θεόκρ. 17.94, Ὀππ. Ἁλ. 3.231., 4.114· πρβλ. ἀμφηγερέθομαι.
French (Bailly abrégé)
ao.2 épq. 3ᵉ pl. ἀμφαγέροντο, d’où postér. prés. 3ᵉ pl. ἀμφαγέρονται;
se rassembler autour de.
Étymologie: ἀμφί, ἀγείρω.
English (Autenrieth)
gather around, only aor. 2, θεαὶ δέ μιν ἀμφαγέροντο, Il. 18.37†.
Greek Monolingual
ἀμφαγείρομαι (Α)
συναθροίζομαι γύρω από κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι)- + αρχ. ἀγείρομαι. Οι τ. ἠγερέθονται, ἠγερόθοντο πλάστηκαν στην επική γλώσσα με παρεμβολή του σχηματιστικού επιθήματος -θ- και γενίκευση του η για μετρικούς λόγους].