ῥοδοδάκτυλος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.

Source
(Autenrieth)
(36)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[rosy]]-fingered, epith. of Eos, [[goddess]] of the [[dawn]].
|auten=[[rosy]]-fingered, epith. of Eos, [[goddess]] of the [[dawn]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[ῥοδοδάκτυλος]], -ον, ΝΜΑ και ροδοδάχτυλος, Ν, και αιολ. τ. [[βροδοδάκτυλος]], Α<br />(συν. ως επίθ. της Ηούς, της αυγής) αυτή που έχει ρόδινα δάχτυλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥόδον]] / [[βρόδον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δαχτυλος</i> / [[δάκτυλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δάκτυλον]]), <b>πρβλ.</b> <i>σιδηρο</i>-[[δάκτυλος]].
}}
}}

Revision as of 12:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥοδοδάκτῠλος Medium diacritics: ῥοδοδάκτυλος Low diacritics: ροδοδάκτυλος Capitals: ΡΟΔΟΔΑΚΤΥΛΟΣ
Transliteration A: rhododáktylos Transliteration B: rhododaktylos Transliteration C: rododaktylos Beta Code: r(ododa/ktulos

English (LSJ)

ον, Aeol. βροδοδάκτυλος (q.v.),

   A rosy-fingered, as epith. of Ἠώς in Hom. and Hes., Od.2.1, Hes.Op.610, etc.; Ἰνάχου ῥοδοδάκτυλος κόρα B.18.18; Κύπρις Coluth.99.

German (Pape)

[Seite 846] rosenfingerig; oft bei Hom. u. Hes., stets als Beiwort der Eos, der Morgenröthe, vgl. Arist. rhet. 3, 2; auch sp. D., wie Anacr. 54, 1; Κύπρις, Coluth. 98; σαῦρα, Strat. 81 (XII, 242).

Greek (Liddell-Scott)

ῥοδοδάκτῠλος: -ον, ἐπίθ. τῆς Ἠοῦς παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ., ἡ ἔχουσα ῥοδίνους δακτύλους, πρβλ. Nitzsch εἰς Ὀδ. Β. 1· Κύπρις Κόλουθ. 98.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux doigts de roses.
Étymologie: ῥόδον, δάκτυλος.

English (Autenrieth)

rosy-fingered, epith. of Eos, goddess of the dawn.

Greek Monolingual

-η, -ο / ῥοδοδάκτυλος, -ον, ΝΜΑ και ροδοδάχτυλος, Ν, και αιολ. τ. βροδοδάκτυλος, Α
(συν. ως επίθ. της Ηούς, της αυγής) αυτή που έχει ρόδινα δάχτυλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον / βρόδον + -δαχτυλος / δάκτυλος (< δάκτυλον), πρβλ. σιδηρο-δάκτυλος.