ἐξονομακλήδην: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
(Autenrieth)
(12)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[calling]] [[out]] the [[name]], by [[name]], Il. 22.415.
|auten=[[calling]] [[out]] the [[name]], by [[name]], Il. 22.415.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐξονομακλήδην]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> ονομαστικά, με τ' όνομά του («[[ἐξονομακλήδην]] ὀνομάζων ἄνδρα ἕκαστον»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>όνομα καλείν</i>].
}}
}}

Revision as of 06:30, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξονομακλήδην Medium diacritics: ἐξονομακλήδην Low diacritics: εξονομακλήδην Capitals: ΕΞΟΝΟΜΑΚΛΗΔΗΝ
Transliteration A: exonomaklḗdēn Transliteration B: exonomaklēdēn Transliteration C: eksonomaklidin Beta Code: e)conomaklh/dhn

English (LSJ)

Adv.

   A by name, ἐ. ὀνομάζων Il.22.415; ἐκ δ' ὀ. Od.4.278; ἐμὲ δὲ φθέγγοντο καλεῦντες ἐ. 12.250; προκαλεῖσθαι Critias 6.8 D.

German (Pape)

[Seite 887] bei Namen gerufen, namentlich, ἐξ. ὀνομάζων ἄνδρα ἕκαστον Il. 22, 415; καλεῖν Od. 12, 250; in tmesi, ἐκ δ' ὀνομακλήδην Δαναῶν ὀνόμαζες ἀρίστους 4, 278; προκαλεῖσθαι Critias bei Ath. X, 432 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξονομακλήδην: Ἐπίρρ. (καλέω), «τὸ ἐκ κυρίων ὀνομάτων καλεῖν, οἷον, σχέσθε ὦ Ἀντῆνορ», κτλ. (Εὐστ.), ὀνομαστί, ἐξ ὀνόματος ὀνομάζειν, ἐξονομακλήδην ὀνομάζων ἄνδρα ἕκαστον Ἰλ. Χ. 415, πρβλ. Ὀδ. Δ. 278· ἐμὲ δὲ φθέγγοντο καλεῦντες ἐξονομακλήδην αὐτόθι Μ. 250 καὶ προκαλεῖσθαι ἐξονομακλήδην ᾦ προπιεῖν ἐθέλει Κριτίας παρ’ Ἀθην. 432Ε: πρβλ. ὀνομακλήδην.

French (Bailly abrégé)

adv.
en appelant par son nom.
Étymologie: ἐξ, ὄνομα, καλέω, -δην.

English (Autenrieth)

calling out the name, by name, Il. 22.415.

Greek Monolingual

ἐξονομακλήδην (Α)
επίρρ. ονομαστικά, με τ' όνομά του («ἐξονομακλήδην ὀνομάζων ἄνδρα ἕκαστον»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + όνομα καλείν].