Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἰοδνεφής: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(Autenrieth)
(17)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=ές (ϝίον, [[δνόφος]]): violetdark, [[dark]]-hued, [[εἶρος]]. (Od.)
|auten=ές (ϝίον, [[δνόφος]]): violetdark, [[dark]]-hued, [[εἶρος]]. (Od.)
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰοδνεφής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει [[χρώμα]] σκοτεινό, μενεξεδί, όπως το ίον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἴον</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>δνεφής</i> (<span style="color: red;"><</span> αμάρτ. <i>δνέφος</i>, [[αντί]] [[δνόφος]] «[[σκότος]]»)].
}}
}}

Revision as of 06:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰοδνεφής Medium diacritics: ἰοδνεφής Low diacritics: ιοδνεφής Capitals: ΙΟΔΝΕΦΗΣ
Transliteration A: iodnephḗs Transliteration B: iodnephēs Transliteration C: iodnefis Beta Code: i)odnefh/s

English (LSJ)

ές, (δνόφος)

   A dark as the flower ἴον (v. ἴον 1v), purple-dark, εἶρος Od.4.135,9.426.

German (Pape)

[Seite 1255] ές, veilchen-, d. i. dunkelfarbig, εἶρος Od. 4, 135. 9, 426; Hesych. μέλαν, οἱ δὲ πορφυρίζον.

Greek (Liddell-Scott)

ἰοδνεφής: -ές, (δνόφος) ἔχων χρῶμα σκοτεινὸν ὡς τὸ ἴον (ἴδε ἴον IV), «τὸ μέλαν ἢ πορφυροῦν, ἢ τὸ λεγόμενον κατὰ τοὺς παλαιοὺς ἰάνθινον» (Εὐστ.), ἰοδνεφὲς εἶρος ἔχουσα Ὀδ. Δ. 135, Ι. 426.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
d’un violet foncé, sombre.
Étymologie: ἴον, δνόφος.

English (Autenrieth)

ές (ϝίον, δνόφος): violetdark, dark-hued, εἶρος. (Od.)

Greek Monolingual

ἰοδνεφής, -ές (Α)
αυτός που έχει χρώμα σκοτεινό, μενεξεδί, όπως το ίον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -δνεφής (< αμάρτ. δνέφος, αντί δνόφος «σκότος»)].