καρηκομόωντες: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπὲρ εὐσεβείας καὶ λάλει καὶ μάνθανε → Ea fator atque disce, quae pietas probat → Dein Sprechen, Lernen diene nur der Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 521
(Autenrieth)
(19)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[long]]-haired; epith. of the Achaeans, [[who]] [[cut]] [[their]] [[hair]] only in [[mourning]] or on [[taking]] a [[vow]], Il. 23.146, 151, [[while]] slaves and Orientals [[habitually]] shaved [[their]] heads.
|auten=[[long]]-haired; epith. of the Achaeans, [[who]] [[cut]] [[their]] [[hair]] only in [[mourning]] or on [[taking]] a [[vow]], Il. 23.146, 151, [[while]] slaves and Orientals [[habitually]] shaved [[their]] heads.
}}
{{grml
|mltxt=οι (Α [[καρηκομόωντες]] και [[κάρη]] κομόωντες) <b>νεοελλ.</b> ειρωνική [[λόγια]] [[απόδοση]] του «μαλλιαροί», δηλ. δημοτικιστές<br /><b>αρχ.</b><br />(στον Όμ. μτχ. του άχρ. ρ. καρηκομάω)<br /><b>1.</b> (για τους Αχαιούς) αυτοί που έχουν [[μακριά]] και πυκνή [[κόμη]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> κωμ. επίθ. για τους αχινούς, λόγω τών αγκαθιών τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάρη]] «[[κεφαλή]]» <span style="color: red;">+</span> <i>κομόωντες</i>, ονομ. πληθ. της επικ. μτχ. ενεστ. του ρ. [[κομάω]] «[[τρέφω]] [[κόμη]]»].
}}
}}

Revision as of 06:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰρηκομόωντες Medium diacritics: καρηκομόωντες Low diacritics: καρηκομόωντες Capitals: ΚΑΡΗΚΟΜΟΩΝΤΕΣ
Transliteration A: karēkomóōntes Transliteration B: karēkomoōntes Transliteration C: karikomoontes Beta Code: karhkomo/wntes

English (LSJ)

οἱ, (κομάω)

   A with hair on the head, long-haired, epith. of the Achaians, Il.2.11, al. (sed divisim scrib.): Com. metaph., ἐχῖνοι κ. ἀκάνθαις Matro Conv.18:—hence Verb καρηκομόω, coined by Diog.Ep.19.

German (Pape)

[Seite 1327] οἱ, die Hauptbehaarten, Hauptumlockten, Ἀχαιοί, Hom. oft, die ihr Haar am ganzen Kopfe wachsen ließen, während die Abanten das Haar nur am Hinterkopfe stehen ließen, ὄπιθεν κομόωντες; καρ. ἑταῖροι Odyss. 2, 408; Matro bei Ath. IV, 135 a ἐχίνους καρηκομόωντας ἀκάνθαις. Das Verbum καρηκομάω kommt nicht vor.

French (Bailly abrégé)

v. καρηκομάω.

English (Autenrieth)

long-haired; epith. of the Achaeans, who cut their hair only in mourning or on taking a vow, Il. 23.146, 151, while slaves and Orientals habitually shaved their heads.

Greek Monolingual

οι (Α καρηκομόωντες και κάρη κομόωντες) νεοελλ. ειρωνική λόγια απόδοση του «μαλλιαροί», δηλ. δημοτικιστές
αρχ.
(στον Όμ. μτχ. του άχρ. ρ. καρηκομάω)
1. (για τους Αχαιούς) αυτοί που έχουν μακριά και πυκνή κόμη
2. μτφ. κωμ. επίθ. για τους αχινούς, λόγω τών αγκαθιών τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρη «κεφαλή» + κομόωντες, ονομ. πληθ. της επικ. μτχ. ενεστ. του ρ. κομάω «τρέφω κόμη»].