περιπροχέω: Difference between revisions

From LSJ

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source
(Autenrieth)
(32)
Line 7: Line 7:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=only [[pass]]. aor. [[part]]., περιπροχυθείς, pouring in a [[flood]] [[over]], Il. 14.316†.
|auten=only [[pass]]. aor. [[part]]., περιπροχυθείς, pouring in a [[flood]] [[over]], Il. 14.316†.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />([[κυρίως]] στον Όμ.) ([[ιδίως]] το παθ.) [[περιπροχέομαι]]<br />χύνομαι [[ολόγυρα]], περιχύνομαι («οὐ γάρ πώ [[ποτέ]] μ' ὧδε θεᾱς [[ἔρος]]... θυμὸν ἐνὶ στήθεσσι περιπροχυθεὶς ἐδάμασσε», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[προχέω]] «[[χύνω]] [[προς]] τα [[εμπρός]]»].
}}
}}

Revision as of 12:16, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 589] (s. χέω), darum, darüber ausgießen, überströmen, Il. 14, 316.

French (Bailly abrégé)

part. ao. περιπροχυθείς;
se répandre dans l’âme.
Étymologie: περί, προχέω.

English (Autenrieth)

only pass. aor. part., περιπροχυθείς, pouring in a flood over, Il. 14.316†.

Greek Monolingual

Α
(κυρίως στον Όμ.) (ιδίως το παθ.) περιπροχέομαι
χύνομαι ολόγυρα, περιχύνομαι («οὐ γάρ πώ ποτέ μ' ὧδε θεᾱς ἔρος... θυμὸν ἐνὶ στήθεσσι περιπροχυθεὶς ἐδάμασσε», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + προχέω «χύνω προς τα εμπρός»].