προβέβουλα: Difference between revisions

From LSJ

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source
(Autenrieth)
(34)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[βούλομαι]]), def. pf.: [[prefer]] [[before]]; τινά τινος, Il. 1.113†.
|auten=([[βούλομαι]]), def. pf.: [[prefer]] [[before]]; τινά τινος, Il. 1.113†.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />(ελλειπτ. τ. β' παρακμ. με σημ. ενεστ.)<br /><b>1.</b> [[προτιμώ]], [[θέλω]] κάποιον περισσότερο από άλλον («καὶ γὰρ ῥα Κλυταιμνήστρης [[προβέβουλα]], κουριδίης ἀλόχου», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάνω]] σχέδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ελλειπτ. τ. β' παρακμ. του αμάρτυρου ρ. [[προβούλομαι]].
}}
}}

Revision as of 12:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προβέβουλα Medium diacritics: προβέβουλα Low diacritics: προβέβουλα Capitals: ΠΡΟΒΕΒΟΥΛΑ
Transliteration A: probéboula Transliteration B: probeboula Transliteration C: provevoula Beta Code: probe/boula

English (LSJ)

isolated poet. pf.2 (προβούλομαι does not occur),

   A prefer one to another, τινά τινος Il.1.113, Q.S.13.347; θάνατον δουλοσύνας Ion Lyr.16: c. inf., AP9.445 (Jul.Aegypt.): abs., make plans, Coluth.199.

German (Pape)

[Seite 711] einzeln stehendes poet. perf. von προβούλομαι, welches im praes. aber nicht vorkommt, lieber wollen, vorziehen, τινά τινος, Einen einem Andern, Il. 1, 113 u. sp. D., wie Iul. Aeg. 39 (IX, 445) die es auch mit dem simplex gleichbedeutend brauchen, Nonn. D. 10, 113; Coluth. 199.

Greek (Liddell-Scott)

προβέβουλα: μεμονωμένος τις ποιητ. πρκμ. β΄· (προβούλομαι δὲν ἀπαντᾷ), προτιμῶ τινα ἑτέρου, τινά τινος Ἰλ. Α. 113, πρβλ. Ἴωνα 10, Ἀνθ. Π. 9. 445, Κόλουθ. 199, κτλ. ― Περὶ τοῦ τύπου ἴδε Buttm. Ausf. Gr. § 113 Anm. 5.

French (Bailly abrégé)

pf. de l’inus. *προβούλομαι;
préférer : τινά τινος une personne à une autre.
Étymologie: πρό, βούλομαι.

English (Autenrieth)

(βούλομαι), def. pf.: prefer before; τινά τινος, Il. 1.113†.

Greek Monolingual

Α
(ελλειπτ. τ. β' παρακμ. με σημ. ενεστ.)
1. προτιμώ, θέλω κάποιον περισσότερο από άλλον («καὶ γὰρ ῥα Κλυταιμνήστρης προβέβουλα, κουριδίης ἀλόχου», Ομ. Ιλ.)
2. κάνω σχέδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελλειπτ. τ. β' παρακμ. του αμάρτυρου ρ. προβούλομαι.