Θεσσαλός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
(Autenrieth)
(17)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=a [[son]] of [[Heracles]], [[father]] of Pheidippus and Antiphus, Il. 2.679†.
|auten=a [[son]] of [[Heracles]], [[father]] of Pheidippus and Antiphus, Il. 2.679†.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[Θεσσαλός]], -ή, -όν και θηλ. [[Θεσσαλίς]], Α αττ. τ. [[Θετταλός]] θηλ. Θετταλή και Θετταλίς και θεσσ. τ. Πετθαλός και βοιωτ. τ. Φετταλός)<br /><b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> ο [[κάτοικος]] της Θεσσαλίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θεσσαλικός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «θεσσαλὸν [[νόμισμα]]» — κίβδηλο [[νόμισμα]]<br />β) «θεσσαλὶς κυνῆ» και ως ουσ. «ἡ θεσσαλὶς» — [[είδος]] πέδιλου<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «θεσσαλὸν [[σόφισμα]]» — θεσσαλική [[πανουργία]], [[ψευτιά]].
}}
}}

Revision as of 07:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Θεσσαλός Medium diacritics: Θεσσαλός Low diacritics: Θεσσαλός Capitals: ΘΕΣΣΑΛΟΣ
Transliteration A: Thessalós Transliteration B: Thessalos Transliteration C: THessalos Beta Code: *qessalo/s

English (LSJ)

Att. Θεττ-, ή, όν, Thessalian, Hdt. 5.63, etc.: prov., Θ. σόφισμα a Thessalian trick, E.Ph.1407; Θ. νόμισμα, i.e. false money, Phot.; Thess. Πετθαλός IG9(2).258 (Cierium), 517.14 (Larissa); Boeot. Φετταλός (as pr. n.) ib.7.2430.8.    II pr. n. of a physician of the Methodic School:—hence Adj. Θεσσάλειος, α, ον, Gal.15.763,al.    III fem. Θεσσαλίς, ίδος, Thessalian, κυνῆ S.OC314: as Subst. Θετταλίς, ἡ, a kind of shoe, Lysipp.2.

Greek (Liddell-Scott)

Θεσσᾰλός: Ἀττ. Θεττ-, ὁ, ὡς καὶ νῦν Ἡρόδ., κτλ.· παροιμ., Θεσσαλὸν σόφισμα, τέχνασμα Θεσσαλ. ἐκ τοῦ ἀπίστου χαρακτῆρος τοῦ λαοῦ, Εὐρ. ἐν Φοιν. 1407˙ Θ. νόμισμα, δηλ. κίβδηλον, Φώτ. Οἱ Θεσσαλοὶ ἦσαν γνωστοὶ διὰ τὴν λαιμαργίαν των, ἴδε Θεσσαλικός. ΙΙ. θηλ., Θεσσαλὶς κυνῆ Σοφ. Ο. Κ. 314˙ ὡς οὐσιαστ., θεσσαλίς, ἡ, εἶδος πεδίλου, Λύσιππ. ἐν Βακχ. 2, Πολυδ. Ζ΄, 100 κ. ἀλλ., Ἡσύχ., Φώτ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de Thessalie, Thessalien.

English (Autenrieth)

a son of Heracles, father of Pheidippus and Antiphus, Il. 2.679†.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ Θεσσαλός, -ή, -όν και θηλ. Θεσσαλίς, Α αττ. τ. Θετταλός θηλ. Θετταλή και Θετταλίς και θεσσ. τ. Πετθαλός και βοιωτ. τ. Φετταλός)
το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο κάτοικος της Θεσσαλίας
αρχ.
1. θεσσαλικός
2. φρ. α) «θεσσαλὸν νόμισμα» — κίβδηλο νόμισμα
β) «θεσσαλὶς κυνῆ» και ως ουσ. «ἡ θεσσαλὶς» — είδος πέδιλου
3. παροιμ. «θεσσαλὸν σόφισμα» — θεσσαλική πανουργία, ψευτιά.