ξερός: Difference between revisions

From LSJ

δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)

Source
(Autenrieth)
(27)
Line 10: Line 10:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[dry]]; ξερὸν ἠπείροιο, ‘[[dry]] [[land]],’ Od. 5.402†.
|auten=[[dry]]; ξερὸν ἠπείροιο, ‘[[dry]] [[land]],’ Od. 5.402†.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>βλ.</b> [[ξηρός]].
}}
}}

Revision as of 11:57, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 278] ion. u. ep. = ξηρός, trocken; ῥόχθει γὰρ μέγα κῦμα ποτὶ ξερὸν ἠπείροιο, Od. 5, 402, d. i. gegen das trockene Festland; einzeln bei sp. D., wie Phani. 7 (VI, 304), ποτὶ ξερὸν ἐλθέ.

Greek (Liddell-Scott)

ξερός: -ά, -όν, Ἰων. ἀντὶ ξηρός, Ὅμ., μόνον ἅπαξ, ποτὶ ξερὸν ἠπείροιο, ἀντί, πρὸς ξερὰν ἤπειρον (ὡς, ἐπὶ δεξιὰ χειρός, ἀντί, ἐπὶ δεξιὰν χεῖρα), Ὀδ. Ε. 402· οὕτω, ποτὶ ξερὸν ἐλθὲ Ἀνθ. Π. 6. 304, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ΄, 322· ἐπὶ ξερὸν Νικ. Θηρ. 704. (Συγγενὲς τῷ σχερός, χέρσος, Spitzn. Vers. Her. σ. 47).

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
sec : ποτὶ ξερὸν ἠπείροιο OD vers la terre ferme.
Étymologie: ion. et épq., c. ξηρός.

English (Autenrieth)

dry; ξερὸν ἠπείροιο, ‘dry land,’ Od. 5.402†.

Greek Monolingual

-ή, -ό
βλ. ξηρός.