Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τετραθέλυμνος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
(Autenrieth)
(41)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[θέλυμνον]]): of [[four]] layers (of [[hide]]), Il. 15.479 and Od. 22.122.
|auten=([[θέλυμνον]]): of [[four]] layers (of [[hide]]), Il. 15.479 and Od. 22.122.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[τέσσερεις]] πτυχές, [[τετράπτυχος]] («[[σάκος]] τετραθέλυμνον» — [[ασπίδα]] από [[τέσσερα]] δέρματα βοδιού τα οποία βρίσκονται το ένα [[πάνω]] στο [[άλλο]], <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ.λ. [[θέλυμνον]]].
}}
}}

Revision as of 12:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰθέλυμνος Medium diacritics: τετραθέλυμνος Low diacritics: τετραθέλυμνος Capitals: ΤΕΤΡΑΘΕΛΥΜΝΟΣ
Transliteration A: tetrathélymnos Transliteration B: tetrathelymnos Transliteration C: tetrathelymnos Beta Code: tetraqe/lumnos

English (LSJ)

ον, (θέλυμνον)

   A of four layers, σάκος τ. a shield of four ox-hides, Il.15.479 = Od.22.122.

German (Pape)

[Seite 1097] von vier Lagen; σάκος, ein Schild von vier über einander liegenden Rindshäuten, Il. 15, 479 Od. 22, 122.

Greek (Liddell-Scott)

τετρᾰθέλυμνος: -ον, (θέλυμνον) τετράπτυχος, τ. σάκος «τετραθέλυμνον· τετράπτυχον, ἐκ τεσσάρων πτυχῶν τεθειμένον, ὅ ἐστιν ἐπιθήματα ἔχον τέσσαρα ἐπάλληλα, ἐκ τεσσάρων δερμάτων συνεστὼς» (Ἡσύχ.), Ἰλ. Ο. 479, Ὀδ. Χ. 122.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à quatre fondements en parl. d’un bouclier, càd revêtu de quatre peaux.
Étymologie: τέσσαρες, θέλυμνον.

English (Autenrieth)

(θέλυμνον): of four layers (of hide), Il. 15.479 and Od. 22.122.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει τέσσερεις πτυχές, τετράπτυχοςσάκος τετραθέλυμνον» — ασπίδα από τέσσερα δέρματα βοδιού τα οποία βρίσκονται το ένα πάνω στο άλλο, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ.λ. θέλυμνον].