πύξινος: Difference between revisions
(Autenrieth) |
(35) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=([[πύξος]]): of [[box]]-[[wood]], Il. 24.269†. | |auten=([[πύξος]]): of [[box]]-[[wood]], Il. 24.269†. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[πύξινος]], -ίνη, -ον, ΝΑ, και [[πυξίνεος]], -έα, -ον, Α<br />ο κατασκευασμένος από [[ξύλο]] πύξου («πυξίνη [[φόρμιγξ]]», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κίτρινος]] όπως το [[ξύλο]] της πύξου, [[ωχρός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πύξινον</i><br />[[πινακίδα]] από πύξο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πύξος]] «[[είδος]] φυτού» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> και -<i>ίνεος</i> (παρεκτεταμένη [[μορφή]] της -<i>ινος</i>), <b>πρβλ.</b> <i>κέδρ</i>-<i>ινος</i> και <i>κεδρ</i>-<i>ίνεος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 29 September 2017
English (LSJ)
η, ον, (πύξος)
A made of box-wood, ζυγόν Il.24.269; πλαισίω (dual) IG12.373.203; κλίνη Pl.Com.34; πόδες κλίνης PGrenf.1.14.7 (ii B.C., cf. 2p.211); ἁλία Archipp.13; φόρμιγξ Theoc.24.110; κτένα AP6.211 (Leon.). 2 -ινον, τό, box-wood tablet, PGrenf.1.14.12 (ii B.C., pl.). II yellow as box-wood, Χαιρεφῶν ὁ π. Eup.239, cf. Philostr.VS1Praef., Sch.Ar.V.1399, etc.; pyxinum [collyrium], Cels. 6.6.25.
German (Pape)
[Seite 818] von Buxbaumholz; ζυγόν, Il. 24, 269; Theocr. 24, 108; αὐλοδόκος, κτείς, Leon. Tac. 1. 5 (V, 206. VI, 211); auch dem Buxbaum an Farbe gleich, bleich, gelb, Philostr.; so nannten die Comiker den Chairephon, Schol. Ar. Vesp. 1399.
Greek (Liddell-Scott)
πύξῐνος: -η, -ον, (πύξος) ὁ ἐκ πύξου πεποιημένος, ζυγὸν Ἰλ. Ω. 269· ἔπειτα κλίνην ἀμφίκολλον πυξίνην Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ἑορταῖς» 10, Θεόκρ, 24. 108· π. κτένα Ἀνθ. Π. 6. 211. II. κίτρινος ὡς τὸ ξύλον τῆς πύξου, Χαιρεφῶν ὁ π. Εὔπολις ἐν «Πόλεσι» 22, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφάν. Σφ. 1408, Φιλόστρ. 483, κτλ.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
fait de buis.
Étymologie: πύξος.
English (Autenrieth)
(πύξος): of box-wood, Il. 24.269†.
Greek Monolingual
-η, -ο / πύξινος, -ίνη, -ον, ΝΑ, και πυξίνεος, -έα, -ον, Α
ο κατασκευασμένος από ξύλο πύξου («πυξίνη φόρμιγξ», Θεόκρ.)
αρχ.
1. κίτρινος όπως το ξύλο της πύξου, ωχρός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πύξινον
πινακίδα από πύξο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύξος «είδος φυτού» + κατάλ. -ινος και -ίνεος (παρεκτεταμένη μορφή της -ινος), πρβλ. κέδρ-ινος και κεδρ-ίνεος].